«Μη μου γυρνάς εμένα την πλάτη.
Έλα εδώ, να με κοιτάς όταν σου μιλάω.
Ποτέ δεν δίνεις σημασία. Σε λίγο θα την βάλεις και στο κρεβάτι μας. Εμένα δεν με σκέφτεσαι καθόλου;»
Γκρίνια, μίρλα, σπάσιμο νεύρων.
Άρπαξε τα κλειδιά και έφυγε. Σε λίγο ακουγόταν η μηχανή του να μουγκρίζει σκίζοντας την άσφαλτο.
«Πάλι έφυγες αρχίδι. Έτσι είναι, αυτή πάνω από όλα». Ακόμα ένας διάλογος μαζί του, εν απουσία του.
Εκείνος με το που φόρεσε το κράνος, τα είχε αφήσει όλα πίσω. Ναι, την αγαπούσε, ναι, την νοιαζόταν, αλλά εκείνη δεν την έβαζε πάνω από κανέναν. Ήταν το στολίδι του, ο πρώτος έρωτάς του, εκείνη που του έδινε τα πάντα, δίχως να ζητάει πολλά και να γκρινιάζει διαρκώς.
Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, η Ισμήνη πετούσε ένα γυάλινο βαρύ τασάκι στον Τάκη. Εκείνος το απέφυγε με μια απότομη κίνηση και άρχισε να αραδιάζει κοσμητικά επίθετα.
«Τι θες ρε κοπέλα μου; Καλά δεν ήμασταν ως τώρα; Μύγα σε τσίμπησε ξαφνικά; Είσαι τελείως κομπλεξική;», φώναξε.
«Τι θέλεις να κάνω; Είναι τα γενέθλιά μου κι εσύ μου ανακοινώνεις πως θα φύγεις για Nürburgring. Είναι δυνατόν να αφήνεις την κοπέλα σου την ημέρα των γενεθλίων της για να πας να τρέξεις στην πίστα;», απάντησε.
«Δεν θα σπαταλήσω άλλο σάλιο για να σου εξηγήσω ακόμα μια φορά. Είναι μάταιο πια.»
Φεύγοντας άρπαξε τα κλειδιά από το τραπεζάκι του τηλεφώνου και κοπάνισε την πόρτα πίσω του. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έπιασε το τιμόνι, πάτησε τέρμα το γκάζι καρφώνοντας το στροφόμετρο στα κόκκινα και χτυπώντας κοφτές χάθηκε στο σκοτάδι. Μόνο ο ήχος έφτανε πια στα αυτιά της.
Λίγο πιο κάτω, στα φανάρια, πάτησε φρένο. Δίπλα του, ένα παλικάρι με μια KAWASAKI ZX12R NINJA.
Ο αναβάτης κόζαρε το Honda S2000. Κοιτάχτηκαν με κατανόηση, λες και ο ένας γνώριζε τι είχε προηγηθεί στην ζωή του άλλου.
Είχαν και οι δυο πάθη και έρωτα, φαίνονται αυτά χαραγμένα στις ματιές όταν υπάρχουν.
Και για τις γυναίκες τους είχαν πάθος, μα απορούσαν. Εκείνες όλο επιζητούσαν την προσοχή. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο εγωίστριες;
Όσο και αν τους φρόντιζαν και τους αγαπούσαν, προσπαθούσαν να τους απομακρύνουν από κάτι που αγαπούσαν πολύ. Εκείνοι όμως ένιωθαν ακρωτηριασμένοι μακριά από τα οχήματά τους και τις διαδρομές που χάραζαν πάνω σε αυτά.
Πώς μπορούσαν αυτές οι γυναίκες, που έλεγαν πως τους αγαπούσαν, να κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους και να τους πιέζουν τόσο να απαρνηθούν αυτό που τους καύλωνε περισσότερο και από το καλύτερο σεξ;
Εκείνοι δεν προσπάθησαν ποτέ να τους κόψουν αυτά που τις ευχαριστούν, διότι πολύ απλά δεν είναι ανεγκέφαλοι κολλημένοι, να νομίζουν πως αυτό σημαίνει πως δεν τους αγαπάνε.
Δυο μυαλά σκέφτονταν σαν ένα. Το φανάρι άναψε και οι σκέψεις διαλύθηκαν σαν μικρό σύννεφο.
Στο επόμενο βενζινάδικο, έστριψαν και οι δύο για να φουλάρουν.
Δίπλα ήταν ένα αμάξι οικογενειακό και στο πίσω κάθισμα δυο παιδάκια. Χαιρετούσαν τον αναβάτη σαν τρελά. Εκείνος καθόλου δεν απόρησε.
Ήξερε πάντοτε πως με την μηχανή μπορεί να σκοτωθεί. Αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί του χάριζε τόσες συγκινήσεις, που θεωρούσε πως το να την καβαλάει και να αφήνει πίσω του ασφάλτους, ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ζει.
Πίστευε πως στην σέλα μαζί με τον αναβάτη ανεβαίνουν Άγγελοι και διάβολοι.
Δεν ξέρεις ποτέ, πότε ο διάβολος θα σου τραβήξει βίαια τον καρπό ανεβάζοντάς σου την αδρεναλίνη στα ύψη, φτάνοντάς σε σημείο να νομίζεις πως θα πεταχτεί η καρδιά σου έξω από το στέρνο. Και ο άγγελος εν τέλει θα σε φέρει πάλι στην πορεία σου.
Επανήλθε από τις σκέψεις του και χαιρέτησε θερμά τα παιδιά. Οι γονείς τον κοιτούσαν με αποστροφή.
«Μην χαιρετάτε αυτόν τον αλητάμπουρα», είπε η μάνα στα παιδιά.
Ένα πικρό χαμόγελο έσκασε στα χείλη του Μπάμπη.
Ο Τάκης από δίπλα παρακολουθούσε την σκηνή και έχοντας πολλούς φίλους αναβάτες, υποψιάστηκε αμέσως τις σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του Μπάμπη.
Τον ένιωθε πολύ τον τυπάκο. Κι εκείνος έτσι αισθανόταν.
Το αμάξι του, του είχε χαρίσει τις μεγαλύτερες συγκινήσεις. Ειδικά όταν έμπαινε στην πίστα και τα έδινε όλα. Ζούσε για εκείνες τις στιγμές. Έκανε συνήθως πολύ καλούς χρόνους. Απογοητευόταν αν δεν έκανε, ένιωθε μισός.
Κι εκείνος ένιωθε πως στην θέση του συνοδηγού κάθονταν άγγελοι και δαίμονες. Γι’ αυτό καταλάβαινε τόσο το βλέμμα του Μπάμπη, ακόμα και πίσω από το κράνος.
Όταν το πόδι πατούσε το γκάζι, ένιωθε ελεύθερος απ’ όλα. Τίποτα δεν τον έκανε να ξεχνάει τις έγνοιες του τόσο. Ήταν η καλύτερη σχέση που είχε και δεν τον είχε στεναχωρήσει ποτέ.
Στεναχωριόταν μόνο αν πάθαινε κάτι το αυτοκίνητο, ένιωθε λες και είχε άρρωστο άνθρωπο στην οικογένειά του. Λίγοι καταλάβαιναν την τρέλα του.
Μετά από λίγη ώρα, Τάκης και Μπάμπης έπιναν καφέ παρέα, εκθειάζοντας τα οχήματά τους και περιγράφοντας το πάθος που τους ξυπνάνε.
Σύντομα άνοιξαν τις καρδιές τους και άρχισαν τα παράπονα, που λίγοι άνθρωποι τους νιώθουν και που οι κοπέλες τους, μόλις πριν από λίγο τους είχαν κάνει βαρβάτες σκηνές, επειδή τους έπιασαν για ακόμα μια φορά να ονειροπολούν και να σκέφτονται την ώρα που θα βρεθούν ο ένας πάνω στην μηχανή του και ο άλλος μέσα στο αυτοκίνητό του.
Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν μαζί μια αλλαγή, μιας και ήταν ομοιοπαθείς. Τηλεφώνησαν στις κοπέλες τους και τους έκλεισαν ραντεβού σε ένα ρομαντικό καφέ, τάχα μου για να τα βρουν και να επανορθώσουν.
Εμφανίστηκαν και οι δυο την ίδια ώρα, πάρκαραν δίπλα-δίπλα. Μίλησε ο καθένας με την κοπέλα του για μερικά λεπτά και μετά ταυτόχρονα πάλι, σηκώθηκαν και έφυγαν.
Έβαλαν μπρος. Προορισμός τους έγινε το Stelvio Pass, στις Ιταλικές Άλπεις. Ένα road trip, μόνο για αυτούς και την καθαρή τους σκέψη.
Γι’ αυτό αυτοί οι άνθρωποι δε θα συμβιβαστούν εύκολα σε σχέση με μια γυναίκα που δεν κατανοεί το πάθος τους. Γιατί όποια γυναίκα δεν το συμμερίζεται, είναι σαν να τους θέλει μισούς.
Και δεν είναι ωραίο να σκορπάς τον εαυτό σου και ό,τι σε παθιάζει.