Οι πανελλήνιες τελειώνουν, τα βιβλία κλείνουν και το άγχος των εξετάσεων δίνει τη θέση του στην αγωνία της αναμονής των αποτελεσμάτων. Με την ανακοίνωσή, τους κάποιοι απογοητεύονται, ενώ ορισμένων η φαντασία οργιάζει στη σκέψη της πολυπόθητης φοιτητικής ζωής. Είναι κάτι ανάλογο του τρόπου που ο φοιτητής φαντασιώνεται την παραλία, καθώς παλεύει να περάσει μάθημα, ενώ έξω σκάει ο τζίτζικας.
Μπορεί οι γονείς να χαίρονται που τα παιδιά τους θα σπουδάσουν και θα γίνουν επιστήμονες, αλλά στο μυαλό των βλασταριών τους η φοιτητική ζωή είναι συνώνυμη της ελευθερίας και της κραιπάλης.
Με συνοπτικές διαδικασίες ενοικιάζεται το σπίτι ή εξασφαλίζεται ένα δωμάτιο στην εστία, το οποίο κι επιπλώνεται άμεσα. Η εγγραφή στη σχολή γίνεται συνοδεία, πάντα, φιλικών αντιπροσώπων των φοιτητικών παρατάξεων, που σε πιάνουν α λα μπρατσέτα με το που σκάσεις μύτη στη γραμματεία κι οι γονείς αποχωρούν αφήνοντας πια τον φοιτητή να μείνει μόνος του.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, που λέει κι ο φίλος μου ο Σάκης. Καλή και γαμάτη η φοιτητοζωάρα, αλλά όταν δεν έχεις από πίσω τη μαμά να σου φτιάχνει μακαρόνια με κιμά, να βάζει πλυντήριο και να ξεχωρίζει τα εμπριμέ απʼ τα λευκά, τα βρίσκεις ολίγον τι σκούρα. Εξαιρούνται φυσικά οι φωτεινές εξαιρέσεις, που είναι προετοιμασμένες για τα πάντα.
Εδώ μιλάω για τους άλλους. Εκείνους που νομίζουν ότι το χρήμα θα ρέει άφθονο κι ότι το ντελίβερι συγκρίνεται με το σπιτικό φαΐ της μάνας, που θα εκτιμήσουν μόνο όταν αρχίσουν οι σφιχτοκωλιές. Εμ βέβαια! Το φασολάκι της κυρα-Σούλας το βλέπεις μʼ άλλα μάτια, όταν χρειάζονται πέντε σακούλες δαμάσκηνα κι ένα μπουκάλι τουμποφλό για να ξαλαφρώσεις.
Η λίστα συνεχίζεται μʼ αυτούς, που είτε επειδή ήταν καλομαθημένοι, είτε επειδή απλά τους έδερνε η βαρεμάρα, δεν έμαθαν να βράζουν ένα αυγό και να κόβουν μια ντομάτα, γιατί όπως γνωρίζουμε, τα εγχειρήματα αυτά πάνε πακέτο με την επιστήμη. Είναι οι ίδιοι, που μέχρι πρότινος νόμιζαν πως τα βράδια που κοιμούνται, έρχεται μια μαγική νεράιδα (σαν αυτή που παίρνει το δοντάκι απʼ το μαξιλάρι) και κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Έτσι όταν εμείς ξυπνάμε, το βρίσκουμε συνεχώς καθαρό και τακτοποιημένο.
Όταν λοιπόν μετά τις πρώτες κραιπάλες ανοίγουν το μάτι τους και καλημερίζουν τις χνουδόμπαλες που κείτονται αναίσθητες σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ενώ η σκόνη είναι τόση, που άνετα γράφεις πάνω στο τραπέζι τη λίστα με τα ψώνια ˗τη χρήση χλωρίνης αντί απορρυπαντικού την αφήνω ασχολίαστη- τότε αρχίζουν τʼ αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα στην ηρωίδα μάνα:
«Πόσο κρεμμύδι να βάλω στον κιμά; Τι σημαίνει σοτάρισμα; Σε ποιο πρόγραμμα πρέπει να βάλω το πουλόβερ μου στο πλυντήριο, για να μη γίνει βαφτιστικό; Τι εννοείς να το πλύνω στο χέρι; Πλένει ακόμα ο κόσμος ρούχα στο χέρι;».
Από τη μια, χαίρεται η δόλια η μάνα που καθοδηγεί το καμάρι της, όμως λυπάται απʼ την άλλη, που δεν είναι εκεί να το κανακέψει. Πάντως το τάπερ με το λαδερό θα το στείλει, για να λιγδώσει τʼ αντεράκι του παιδιού. Στην αρχή βέβαια, φαγητό και τάπερ καταλήγουν στα σκουπίδια. Όταν όμως, αρχίζουν τα ζωνάρια να σφίγγουν, ακόμα και κατσαρίδες πατέ τρώει το αχάριστο πλάσμα. Τα φασολάκια της μάνας δε, φαντάζουν ρολό κιμά με πατάτες φούρνου και εσάνς δεντρολίβανου, σοταρισμένες σε χυμό από εκλεκτά πορτοκάλια Εκουαδόρ.
Έτσι μετά από ώρες τηλεφωνημάτων, πολλά ντελίβερι κι ακόμη περισσότερα «ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ», ακόμα κι ο πιο απροετοίμαστος ενήλικος, μαθαίνει να επιβιώνει. Γιατί στην ανάγκη όλα μαθαίνονται.