«Εγώ αγαπώ μία, μία, μόνο μία και στον κόσμο καμία άλλη δε ζητώ». Εκείνη τη μία και μοναδική γυναίκα που υπερλατρεύουμε, την αγκαλιάζουμε (ίσως όχι όσο συχνά της αξίζει) και την έχουμε σαν θεά -ακόμα κι αν δεν την της παραδεχόμαστε. Αυτήν που η ζωή χωρίς εκείνη είναι σαν το άσπρο χωρίς το μαύρο. Που όσο κι αν αγαπιόμαστε, υπάρχουν στιγμές που τσακωνόμαστε σαν το σκύλο με τη γάτα. Που το «Πάρε ζακέτα!» θα ‘ναι το πρώτο πράγμα που θα πει πριν καν αποφασίσουμε να βγούμε έξω. Εκείνη που καθόλου δύσκολο δεν είναι να μαντέψετε ποια είναι. Γιατί μάνα είναι μόνο μία! Μα οι αντιδράσεις της πολλές.

Και ξέρουμε καλά πως –συνήθως– σοκάρεται εύκολα, πως ταράζεται και χάνει τον έλεγχο όταν την αγχώνει κάτι, όταν φοβάται πως κινδυνεύουμε από κάτι και τρέμει μην πάθουμε τίποτα. Σχεδόν πάντα, δηλαδή. Κι ενώ έχουμε ζήσει τόσες φορές τις κρίσεις και τα νεύρα της, επιμένουμε να την τσιτώνουμε, σαν κάπως σαδιστικά να το απολαμβάνουμε. Κι ενώ γνωρίζουμε ότι η καλή μας η μανούλα φρικάρει με το παραμικρό –απ’ το πολύ της ενδιαφέρον– εμείς βάζουμε το χεράκι μας να την τσαντίσουμε κι άλλο.

Μάνα θα πει φροντίδα και προσοχή. Απ’ την πρώτη στιγμή θα σε πάρει αγκαλιά, αυτομάτως βάζει έναν τοίχο προστασίας και κρεμάει στον λαιμό της απαγορευτική πινακίδα: «Δαγκώνω, μακριά όποιος θέλει να πειράξει το παιδί μου». Είναι ο φύλακάς μας κι όχι πάντα άγγελος, μιας κι ίσως χρειαστεί να τα βάλει με δαίμονες για να μην της πάθουμε τίποτα. Είναι, λοιπόν, σαν τον σκύλο που γαβγίζει σε ό,τι πάει να πλησιάσει το σπίτι που φυλάει.

Δε δαγκώνει μόνο τους ξένους, βέβαια. Κατά καιρούς δαγκώνει κι εμάς, όταν μας πιάνουν οι τάσεις αυτοκαταστροφής μας, φερόμαστε επιπόλαια, αντιδρούμε ανώριμα, κάνουμε τρέλες κι αγκαλιάζουμε τον κίνδυνο. Έτσι, δεν έχει πάντα άδικο όταν φωνάζει και τσιρίζει στα αφτιά μας, όταν βάζει μπρος κι αρχίζει να μουρμουράει χωρίς στοπ. Δεν έχει άδικο που μας ψέλνει πριν (ή αφότου) κάνουμε τη μαλακία, γιατί ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη και μόνο, μπας και μας βάλει λίγο μυαλό.

Γιατί κι εμείς δε δείχνουμε και πολύ λογικοί όταν πάνω στον αυθορμητισμό μας παίρνουμε αποφάσεις εν βρασμώ κι ύστερα πάμε και της τις ανακοινώνουμε σαν να λέμε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Όλα θέλουν τον τρόπο τους, τον κατάλληλο χειρισμό τους. Κι όταν πρόκειται να πεις κάτι ακραίο στη μάνα σου πρέπει να προσέξεις πώς θα το θέσεις∙ αργά, λεπτά, με μια ωραία εισαγωγή, για να μην πάθει κάνα εγκεφαλικό και να μη μας πετάξει καμία κατσαρόλα στο κεφάλι.

Μέσα στη διαρκή αγωνία της για μας, είναι πολύ εύκολο να πανικοβληθεί, να τσαντιστεί, να τραβήξει τα μαλλιά της. Πας και της πετάς, έτσι, στο χαλαρό: «Μάνα, μεθαύριο φεύγω. Θα κάνω τον γύρο της Ευρώπης με ποδήλατο». Πού πας στα ξένα και την αφήνεις; Θα σε πατήσουν τα αυτοκίνητα, θα σε φάνε τα κουνούπια, θα κρυώνεις, θα ζεσταίνεσαι, θα κουραστούν τα ποδαράκια σου. Γυρνάς σπίτι μετά από βόλτα, μπαίνεις, χαιρετάς και βλέπει γύρω απ’ το μπράτσο σου μια μεμβράνη τυλιγμένη. Εννοείται πως αρχίζει τις ερωτήσεις: «Τι έπαθε το χέρι σου; Γιατί είναι τυλιγμένο; Τι βλακείες κάνεις πάλι;». Για να πάρει την άνετη απάντησή σου «Έκανα τατουάζ, ρε μάνα, έλεος!». Γνωστή η αγάπη των μανάδων στο μελάνι, αναμενόμενη η φρίκη.

Και τα εγκεφαλικά δε σταματούν εκεί. Συμφορά της να μην απαντάς στις κλήσεις της και να κάνει σενάρια, να της σπάσεις κάνα αντικείμενο αδιάφορο (ίσως και κακόγουστο) που όμως το ‘χει απ’ τη μάνα της κι έχει για ‘κείνη μεγάλη συναισθηματική αξία, να της πεις πως δεν πεινάς ή ακόμα χειρότερα να μην πάρεις μαζί σου στη δουλειά το τάπερ με τη σπανακόπιτα –που έφτιαξε με δικό της φύλλο– και στο τηλέφωνο να της πεις χαλαρά πως θα φας κάτι απ’ έξω, να τρως μπισκότο χωρίς να κρατάς πιάτο και να της κάνεις παντού ψίχουλα, να της πεις πως δε θα ‘ρθεις τελικά στον γάμο της ξαδέρφης σου, γιατί βαριέσαι. Συγκοπή!

Μάνα είναι, θα φρικάρει, θα μαλώσει, θα εκνευριστεί –γιατί είναι κάποτε λίγο υπερβολική κι εμείς λίγο κωλόπαιδα– κι ύστερα πάλι θα μας αγκαλιάσει με όλη της την τρυφεράδα, γιατί όσο εκείνη δε μας αγαπά κανείς.

 

Συντάκτης: Χρύσα Αρώνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη