Όλοι είμαστε ξεχωριστοί. Ο καθένας από εμάς διαφέρει ως προσωπικότητα. Άλλοι είναι επίμονοι και πιεστικοί ως χαρακτήρες, άλλοι κάπως πιο επιεικείς κι ελαστικοί. Οι αυταρχικοί θα απαιτήσουν με το έτσι θέλω να ικανοποιηθούν οι δικές τους επιθυμίες, με τρόπο αυστηρό κι απόλυτο, απότομο κι άσχημο, χρησιμοποιώντας τον τσαμπουκά τους για να επιβληθούν. Περιμένουν να συμβούν όλα όπως τους εξυπηρετεί, χωρίς να αναρωτηθούν ή να νοιαστούν αν ο άλλος θέλει από μόνος του να τους προσφέρει αυτά που, όντως, μπορεί κι εκείνοι λαχταρούν.

Απέναντί τους, οι ολιγαρκείς, εκείνοι που δεν απαιτούν. Δε ζητάνε κι ούτε περιμένουν απ’ τους άλλους να κάνουν πράγματα ώστε να ‘ναι εκείνοι ευχαριστημένοι. Το μόνο που κάνουν είναι να προσφέρουν την ελευθερία στον άλλον να εκφραστεί, να κάνει ό,τι θελήσει κι ίσως κάπως να του εμπνέουν τις συμπεριφορές που θα ‘θελαν, ιδανικά, να λάβουν. Δε δίνουν εντολές, δεν πιέζουν καταστάσεις, δεν εκβιάζουν συναισθήματα, δέχονται αυτό που τους δίνουν κι αναλόγως κρατούν κάποιον ή απομακρύνονται.

Η ελευθερία δε σηκώνει καλουπώματα και περιορισμούς. Ο άνθρωπος οφείλει να ‘ναι ελεύθερος, να ‘ναι ο αυθεντικός εαυτός του, σε ό,τι θέλει να πει, σε ό,τι θέλει να δώσει, σε ό,τι θέλει να κάνει για εκείνον ή για όποιον άλλον. Φυσικά, με το αυτονόητο όριο, μέχρι το σημείο που να μη βλάπτει κανένα.

Αυτό, όμως, φαίνεται πως είναι κάτι που δε σέβονται όλοι, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που προκειμένου να περάσει το δικό τους, αδιαφορούν για το αν θα καταπιέσουν κάποιον άλλο.  Τι γίνεται, λοιπόν, όταν ζητούν, οριακά απαιτούν, από μας πράγματα, που ίσως εμείς να μη θέλαμε καν να τους προσφέρουμε;

Όσοι έχουμε βρεθεί σε τέτοια θέση, έχουμε δώσει απαντήσεις σε ‘κείνον που αδυνατεί ή, μάλλον, δε θέλει να καταλάβει, με αποτέλεσμα να ζητάει όλο και περισσότερα. Απαντήσεις με βλέμματα, απαντήσεις με σιωπές κι αποστάσεις. Αποστάσεις που μας απομακρύνουν, οδηγώντας μας στο φινάλε μια σχέσης, μιας φιλίας ή απλά στην αποστασιοποίησή μας. Κι έρχονται ερωτήσεις που ίσως να παραμείνουν μονάχα σκέψεις, γιατί είναι απογοητευτικό να μη σ’ αφήνει ο άλλος να προσφέρεις αυτά που θες και μπορείς, χωρίς να στα ζητήσει, όσο και το να μη σε αποδέχεται όπως είσαι και με όσα έχεις να δώσεις.

Υποδείξεις, προσταγές και διαρκείς απαιτήσεις. Σαν ένα χέρι να μας πιάνει απ’ τον λαιμό και μας πνίγει. Σαν κάποιος να προσπαθεί να μας στερήσει την ανάσα, τον αυθορμητισμό μας, την ελευθερία μας. Κι αυτήν την αίσθηση κανείς μας δεν την θέλει, δεν την αντέχει, ούτε θα έπρεπε να την ανέχεται.

Ίσως να ‘μαστε διατεθειμένοι να κάνουμε πολλά, ίσως και περισσότερα απ’ όσα μας ζητάνε, μα στον χρόνο μας κι αφού εμείς το αποφασίσουμε, επειδή εμείς το επιθυμούμε. Επειδή έχουμε τη θέληση να προσφέρουμε, υλικά και συναισθηματικά. Ένα ακριβό δώρο, μια έκπληξη ή όλη μας την αγάπη, θα τα δώσουμε όταν εμείς αισθανθούμε την ανάγκη να το κάνουμε, όχι όταν ο άλλος χειριστικά μας κατευθύνει εκεί που θέλει. Τα αιτήματά τους κάνουν τις πράξεις μας να μοιάζουν αγγαρείες, εξαναγκαστικές εργασίες. Μας στερούν το δικαίωμα να επιλέξουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε, πώς θέλουμε να εκφραστούμε, μας περιορίζουν, μας καλουπώνουν.

Ο αυθορμητισμός της στιγμής είναι η απόλυτη μαγεία. Εκείνος θα γεννήσει εικόνες και συναισθήματα τα οποία δε μας τα ζήτησαν ούτε τα ζητήσαμε, μα είναι ό,τι περισσότερο θελήσαμε. Γι’ αυτό κι εκείνοι που δεν προσδοκούν και δεν απαιτούν, που ‘χουν υπομονή και κατανόηση, ευτυχούν ευκολότερα. Γιατί ξέρουν να εκτιμούν το αβίαστο δόσιμο του άλλου, γιατί ξέρουν πως η επιθυμία είναι αμοιβαία.

Ό,τι έγινε υπό πίεση, από φόβο μη χάσουμε κάποιον, από ανάγκη να σταματήσουμε την ελεγκτικότητα του άλλου, δεν είναι αληθινό, δε μας βγήκε από μόνο του, αλλά γιατί κάποιος το ζήτησε. Το κάναμε καθαρά και μόνο για να το κάνουμε. Όχι με την καρδιά μας αλλά μάλλον με βαριά καρδιά. Κι αυτό χαλάει την εικόνα μας για τον εαυτό μας, που υπέκυψε σε εκβιασμούς, αλλά και την εικόνα που έχουμε για τους άλλους. Κάτι ανάμεσα σε δυνάστες και ζητιάνους που θέλουν διαρκώς να παίρνουν από μας και που δεν είναι με τίποτα ευχαριστημένοι. Εγωιστές, ανασφαλείς και παρτάκηδες.

Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν κοιτάει εσένα, δεν κοιτάει εμένα, δεν κοιτάει το «εμάς». Κοιτάει μονάχα το να πάρει, όσα περισσότερα μπορεί. Βιάζει τα συναισθήματά μας και δε θα σταματήσει, μέχρι να πούμε εμείς το τέλος. Κι ας φανούμε εμείς οι κακοί. Όχι, απαραίτητα, επειδή δε θέλαμε να προσφέρουμε, αλλά επειδή προσπάθησε να μας κάνει πλαστελίνη στα χέρια του.

Όποιος θέλει να δώσει, θα δώσει και θα δώσει πολύ περισσότερα από ‘κείνον που προσωρινά θα υπακούει δίνοντας με το ζόρι, γιατί κι εκείνος κάποια στιγμή θα ξυπνήσει και θα συνειδητοποιήσει την αυτό-υποτίμησή του, γιατί κι εκείνος που παίρνει εκβιαστικά κάποια στιγμή θα πρέπει να σκεφτεί αν αξίζει ένα τέτοιο ενδιαφέρον.

Αφήνουμε τον άλλον να κάνει και να δίνει αυτά που θέλει. Άνθρωποι είμαστε, όχι ρομπότ.

 

Συντάκτης: Χρύσα Αρώνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη