Παντού σιωπή. Μια κραυγή ανεβαίνει ανεξέλεγκτη για να σου ξεσκίσει τα σωθικά και να βγάλεις από μέσα σου όλα όσα χρόνια τώρα πνίγεις. Μια κραυγή με φόντο τη θάλασσα που επέλεξες σήμερα για βόλτα. Λες και αν την αφήσεις να ξεσπάσει θα χαθεί στο απέραντο γαλάζιο. Θα εξαγνιστείς και θα γεννηθεί ένας νέος άνθρωπος. Ίσως έτσι κάτι σου θυμίσει εκείνο το γελαστό παιδί που ήσουν κάποτε! Εκείνο το γελαστό παιδί που έχει κουλουριαστεί βαθιά μέσα σου και κοιμάται, μα υπάρχει ακόμα.

Αυτό το παιδί χτυπήθηκε, προδόθηκε, μελάνιασε και ύψωσε γύρω του τείχος. Κλείδωσε την πόρτα και πέταξε τα κλειδιά στη θάλασσα. Για να μην μπει και το ενοχλήσει ποτέ ξανά κανείς. Στη θάλασσα ήρθες και πάλι για να ψάξεις τη γαλήνη σου και να μπορέσεις να σηκωθείς ξανά. Μάζεψες τα κομμάτια σου, έσφιξες τα δόντια σου και είπες με πείσμα στον εαυτό σου. «Ως εδώ! Φτάνει! Πάρε βαθιά αναπνοή σήκω πάνω και περπάτα».

Περπάτα, λοιπόν, τώρα και κοίτα μπροστά. Μη γυρνάς πίσω. Σκέψου, αναλογίσου, μάθε από τα λάθη σου. Αυτό ήταν. Ξυπνάς ένα πρωινό, φοράς τα καταχωνιασμένα αθλητικά σου παπούτσια, ανοίγεις την πόρτα σου, παίρνεις βαθιά αναπνοή και ξεκινάς να τρέχεις. Τρέχεις και το πρώτο πράγμα που αρχίζεις ν’ ακούς είναι η ανάσα σου. Σαν να μην την είχες ακούσει ποτέ ξανά.

Τρέχεις και αρχίζεις σιγά σιγά να μυρίζεις. Τις νεραντζιές στο δρόμο, τη λεμονιά έξω από το σπίτι σου που άνθισε, την άνοιξη που που φεύγει και το καλοκαίρι που έρχεται. Πού ήταν όλες αυτές οι μυρωδιές τόσα χρόνια; Τρέχεις και συναντάς κόσμο που σου λέει ξαφνικά «καλημέρα». Και αναρωτιέσαι γιατί κανείς δε σου έλεγε καλημέρα μέχρι χτες. Ή μήπως σου έλεγε και δεν το είχες προσέξει;

Τρέχεις και παρατηρείς τα σύννεφα, γελάς με τα σχήματα που φέρνεις στο μυαλό σου. Χαμογελάς και πάλι δειλά δειλά. Τρέχεις και νιώθεις όλο και πιο δυνατός άνθρωπος. Δυνατός μέσα στο τείχος σου. Αυτό παραμένει εκεί για ν’ απομακρύνει κάθε εισβολέα. Έχεις πάρει τις αποφάσεις σου. Πού να ‘ξερες όμως!

Αλήθεια, δε σου είπε κανείς μέχρι σήμερα πως τα τείχη γκρεμίζονται και οι πόρτες ξεκλειδώνουν; Μάλλον όχι. Κι όσο και να λες ότι δεν είσαι έτοιμος ή οτι χρειάζεσαι χρόνο, έρχεται εκείνη η μέρα που διαπιστώνεις ότι όλ’ αυτά είναι κατά βάθος δικαιολογίες.Έρχεται ξαφνικά ένα ηλιόλουστο πρωινό κι ένα χαμόγελο σου ανατρέπει τα πάντα.

Κοιτάς με έκπληξη και αναρωτιέσαι τι γίνεται τώρα. Το σφίξιμο στο στομάχι αρχίζει να σε ξυπνάει. Σαν να έχεις βγει από χειμερία νάρκη. Η μια σκηνή ακολουθεί την άλλη και ‘συ είσαι εκεί να παρακολουθείς τον εαυτό σου να τρυπάει το κουκούλι και να γεννιέται μια πεταλούδα! Φοβάσαι αλλά ούτε αυτός ο φόβος είναι ικανός ν’ αντισταθεί στην αγκαλιά αυτή που σε τραβάει σαν μαγνήτης. Μια ζεστασιά αρχίζει να περιβάλλει το παγωμένο σου κορμί ξαφνικά. Νιώθεις ζωντανός.

Το τείχος γκρεμίζεται και οι πόρτες ανοίγουν. Η πρώτη φράση που σου έρχεται στο μυαλό είναι «γεια, γιατί άργησες τόσο;» Ξαφνικά απελευθερώνεσαι και εμπιστεύεσαι. Ξαφνικά ονειρεύεσαι. Αισθάνεσαι ασφαλής και αφήνεσαι χωρίς αναστολές, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς εγωισμούς. Δε σε νοιάζει τίποτα. Κουράστηκες από τα ψεύτικα χαμόγελα, από τις επιφανειακές σχέσεις, απ’ το ψέμα που οι περισσότεροι γύρω σου έχουν κάνει τρόπο ζωής. Κουράστηκες από τα τόσα λάθη.

Αυτή τη φορά επιλέγεις την αγάπη και την ελευθερία που νιώθεις μέσα απ’ αυτήν. Γιατί ξέρεις πως όταν η αγκαλιά σου συμπληρώνεται από την αγκαλιά του άλλου ανθρώπου και όταν η αλήθεια σου συναντάει την αλήθεια του, τότε δε χρειάζονται χρυσά κλουβιά. Νιώθεις ελευθερία γιατί ξέρεις πως είναι εκεί ο ένας για τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν τόσο μικρά και λίγα.

Το κορμί σου επιζητά μονίμως κι αδιάκοπα το κορμί του. Κάθε ερωτική πράξη μοιάζει με ξέφρενο χορό από συνδυασμό συναισθημάτων και σάρκας.Το μόνο που σε νοιάζει πια είναι να έχεις εκεί δίπλα σου το χαμόγελο που έριξε το τείχος σου μ’ έναν τρόπο μαγικό. Την αγκαλιά που σε ζέστανε όταν είχες παγώσει. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να είναι ο άλλος εκεί και τότε μπορείς ν’ αντέξεις τα πάντα!

Άλλωστε σου χρωστάει λίγη ευτυχία η ζωή. Έτσι όπως την ονειρεύτηκες και ποτέ δεν την έζησες. Μια αγάπη χωρίς όρους και όρια. Μια αγάπη που σε αντέχει στα δύσκολα σου πρώτα. Τότε μόνο κατανοείς πως όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Και τότε είναι που λες με θράσος στη ζωή. «Ευχαριστώ για όλα αν ήταν να φτάσω εδώ!»

 

Επιμέλεια κειμένου Βίβιαν Νικολάου: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Βίβιαν Παναγιώτου