Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έλεγαν πως η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου ή αλλιώς «έξις δευτέρα φύσις». Συνηθίζουμε ανθρώπους και καταστάσεις στην καθημερινότητά μας, εθιζόμαστε σε τοξικές συμπεριφορές κι ας γνωρίζουμε πως μας καταστρέφουν. Αποκτούμε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής ακόμη κι αν αυτός δε μας ικανοποιεί.
Με την πάροδο του χρόνου αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε γίνει δέσμιοι καταστάσεων που βλάπτουν σοβαρά την εσωτερική μας ισορροπία. Έτσι, έρχεται μια μέρα εκείνη η στιγμή που κοιτάζεις το είδωλο σου στον καθρέφτη κι αντιλαμβάνεσαι πως δεν είσαι εσύ. Έρχεσαι αντιμέτωπος με τον ίδιο σου τον εαυτό, τις λάθος συνήθειες σου και σίγουρα τις λάθος επιλογές σου, που ακόμη κι αυτές σου προέκυψαν, δεν ήταν καν επιλογές!
Συνήθισες μεγαλώνοντας να μην εισπράττεις, ίσως, την ανάλογη προσοχή απ’ την οικογένειά σου, όχι γιατί υπήρχε έλλειψη αγάπης, αλλά γιατί έμοιαζες τόσο ώριμος και δυνατός, που αυτό και μόνο τους έδινε το έναυσμα να νομίζουν πως μπορείς να τα καταφέρεις και μόνος σου. Κι έτσι έκανες. Έμαθες να τα καταφέρνεις μόνος σου. Συνήθισες. Άρχισες, χωρίς να το καταλαβαίνεις, να το εκπέμπεις στο περιβάλλον σου, με αποτέλεσμα στην πορεία της ζωής σου να τραβάς δίπλα σου σαν μαγνήτης ανθρώπους που μόνο έπαιρναν από σένα και δε σου έδιναν ποτέ τίποτα.
Φίλοι, δουλειά, σύντροφος, οικογένεια, για όλους εσύ. Έμαθες να υποχωρείς κάθε φορά ένα βήμα κι όλοι οι άλλοι να έρχονται ένα βήμα μπροστά και να ξεπερνούν μέρα με τη μέρα κάθε όριο σου. Έμαθες να πληγώνεσαι, να καταπίνεις και να μη μιλάς. Έμαθες να πνίγεις τα θέλω σου και τα παράπονά σου, να μη διεκδικείς, να ενοχοποιείς τον εαυτό σου για το καθετί και ν’ απολογείσαι. Το συνήθισες κι αυτό. Μέσα σου όμως, ήξερες. Πάντα ξέρουμε μέσα μας την αλήθεια. Ήρθε η ώρα λοιπόν, να κοιταχτείς στον καθρέφτη και ν’ αναρωτηθείς ποιος είσαι και γιατί έφτασες ως εδώ. «Γιατί εσύ το επέτρεψες», σου απαντά το είδωλό σου χαμογελώντας ειρωνικά.
Βρέθηκες αλυσοδεμένος με καταστάσεις και συμπεριφορές ετών. Ή τώρα ή ποτέ! Σπας τις αλυσίδες κι ελευθερώνεσαι ή μένεις όπως είσαι; Επιλέγεις το πρώτο. Υψώνεις το ανάστημά σου και παύεις να είσαι «οι άλλοι». Στο εξής θα είσαι εσύ. Θέλει κότσια ν’ αλλάξεις τη ροή της ζωής σου. Είσαι έτοιμος για τις συνέπειες; Είσαι ένας εναντίον πολλών. Υψώνεις γύρω σου ένα τείχος, «κλειδώνεις» τη ζωή σου σε συνήθειες που σου παρέχουν ασφάλεια κι ηρεμία και δεν τις διαταράσσεις για τίποτα και κανέναν. Βάλλεσαι από παντού. Βλέπεις, τους είχες μάθει αλλιώς και τώρα το πληρώνεις.
Εκεί λοιπόν που άρχισες πάλι να προσαρμόζεσαι στα νέα δεδομένα της ζωής σου, έρχεται κάποιος απ’ το πουθενά, να διαταράξει τις ισορροπίες σου και να σου δείξει την όμορφη πλευρά της ζωής. Βλέπει τη δύναμη σου, σε θαυμάζει, έχει καταλάβει πολλά χωρίς να λες τίποτα και σου προσφέρει την αμέριστη προσοχή του. Ξέρει πως το αξίζεις, σου προσφέρει την αγάπη του χωρίς δόλο, χωρίς να σου ζητάει τίποτα. Κι εσύ κάθεσαι εκεί μέσα στο ασφαλές τείχος σου και τον παρατηρείς, απορείς με τον αυθορμητισμό του, με το χείμαρρο των συναισθημάτων και την τόλμη του. Νομίζεις σε κοροϊδεύει.
Έχεις μάθει να μην είσαι η προτεραιότητα των ανθρώπων της ζωής σου και ξαφνικά έρχεται εκείνος ο τρελός που σου δείχνει πως είσαι μέσα στις προτεραιότητές του. Φοβάσαι, δε θέλεις υποχρεώσεις. Αρχίζεις σιγά-σιγά να παρασύρεσαι και να χαμογελάς, να γελάς με την ψυχή σου. Νιώθεις τύψεις. Ταυτόχρονα συνεχίζεις να βάλλεσαι από παντού. Όσο πιο «εσύ» δείχνεις, τόσο πιο πολύ βάλλεσαι.
Οικογένεια, δουλειά, φίλοι που δε σε ικανοποιούν, πρώην συντρόφοι που σ’ είχαν «του χεριού τους» κι εκείνος ο άνθρωπος είναι σαν να βγήκε από σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Μαζί του είσαι ο εαυτός σου. Είναι η όασή σου. Μόλις φεύγει όμως και κλείνει η πόρτα πίσω του, έρχεται πάλι ο διχασμός να βασανίσει την ψυχή σου. Κουράστηκες.
Συνειδητοποιείς σιγά-σιγά πως αρχίζει να εισβάλει στο τείχος που έφτιαξες με τόσο κόπο όλα αυτά τα χρόνια. Όχι, δε θα το επιτρέψεις. Πλήγωσες τόσους ανθρώπους. Έτσι σου είπαν, έτσι σου έμαθαν να πιστεύεις, το έχεις στο πετσί σου πια να νομίζεις ότι εσύ μόνο μπορείς να πληγώνεις. Ξέρεις, κι ας είσαι ο πιο ρημαγμένος μέσα σου απ’ όλους τους. Κανείς δεν καταλαβαίνει. Δε θα πληγώσεις κι αυτόν τον τρελό που έρχεται με χίλια πάνω σου και δεν έχει αίσθηση του κινδύνου.
Η φυγή σου είναι ακαριαία. Ρίχνεις αυλαία και τρέχεις να κρυφτείς πάλι πίσω απ’ το τείχος σου. Μπαλώνεις κάθε ρήγμα που κατάφερε να σου ανοίξει, χαντακώνεις την αγάπη σου για ‘κείνον, κρατάς τις στιγμές που σου έδωσε, τον τοποθετείς ψηλά μέσα σου, αλλά κόβεις κάθε επαφή και γυρνάς στο μονόδρομό σου. Αδιαφορείς και γίνεσαι απρόσιτος. Δείχνεις σκληρός, αλλά μόνο εσύ ξέρεις μέσα σου, πώς είσαι. Πονάς και κάθε μέρα που τελειώνει, ελπίζεις ότι θα μετριαστεί ο πόνος. Ο πόνος, όμως, δεν περνάει ποτέ.
Η τραγική αλήθεια είναι πως σου λείπει. Σου λείπει κάθε υπέροχο συναίσθημα που ένιωσες μαζί του. Σου λείπει η φροντίδα του κι η απίστευτη τρέλα του να γελά και να φέρνει μαζί του τη χαρά στη ζωή σου. Σου λείπει που ήσουν η προτεραιότητά του και παρά τρίχα να τον κάνεις κι εσύ προτεραιότητα. Σου λείπει. Προσπαθείς πολύ όμως, να μη σου λείπει. Έτσι έχεις μάθει εσύ, να μην έχεις ανάγκη κανέναν. Ποιος είναι εκείνος που θα σου δείξει πως σ’ αγαπάει; Εκείνος που είναι έτοιμος να σ’ υπερασπιστεί με πάθος και θέλει να σε βλέπει να γελάς;
Πώς να του επιτρέψεις να μείνει στη ζωή σου; Oχι, δεν έχεις μάθει έτσι εσύ. Μία ζωή όλο τα ίδια και τα ίδια, δε γίνεται ν’ αλλάξεις τώρα! Εξάλλου είσαι μονομάχος. Ένας εναντίον πολλών. «Εκείνος ο τρελός όμως ήταν με το μέρος σου», σου λέει η φωνούλα μέσα σου. Δεν απαντάς, φεύγεις απ’ τον καθρέφτη.
Έκανες τις επιλογές σου και δεν αλλάζουν. Έτσι είσαι εσύ. Σκληρός με αδιάβλητο τείχος γύρω σου και μόνος. Δε χωράει κανείς άλλος εκεί. Είναι επιλογή σου άλλωστε. Γελάει η φωνούλα μέσα σου. «Είναι;» σε ρωτά. Και συνεχίζει με θράσος: «Δείξε μου επιτέλους τι μπορείς να κάνεις! Τι δε μπορείς το είδα».
Επιμέλεια κειμένου Βίβιαν Νικολάου: Νάννου Αναστασία.