Είναι μεσάνυχτα, φοράει κάτι πρόχειρο και κάνει ψευτοδουλειές στο σπίτι. Σκορπάει το χρόνο της μήπως περάσει πιο γρήγορα η νύχτα. Λες και ο χρόνος που περνάει χωρίς εκείνον δεν έχει νόημα.
Εκείνος! Και αμέσως γίνεται μια έκρηξη συναισθημάτων μέσα της. Δεν χρειάζεται να κάνει καν την ερώτηση στον εαυτό της αν την σκέφτεται κι εκείνος όπως αυτή. Είναι βέβαιη. Το ξέρει, όπως ξέρει το όνομα της.
Το μυαλό της είναι κολλημένο σ’ αυτόν. Φέρνει με τη φαντασία της μπροστά της την εικόνα του. Τα μάτια του, τις λεπτομέρειες του προσώπου του και τη φλέβα αριστερά στο μέτωπό του όταν γελάει δυνατά ή όταν θυμώνει. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το συναίσθημα την κυριεύει και σαν να πνίγεται μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Φοράει ένα παλτό, αρπάζει τα κλειδιά και βγαίνει έξω. Λες και τρέχει να τον συναντήσει παρόλο που ξέρει πως δεν μπορεί.
Ο δρόμος είναι άδειος, φυσάει έναν κρύο αέρα. Μπαίνει στο αυτοκίνητο, φοράει ζώνη, ανάβει φώτα, βάζει μπροστά και ξεκινάει. Δεν ξέρει πού πηγαίνει και δεν έχει σημασία. Στο πρώτο φανάρι κοιτάζει το ρολόι στο κινητό. Είναι μία παρά ένα. Όταν εκείνος λείπει, δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. Ή δεν θέλει.
Πατάει το γκάζι λίγο παραπάνω χωρίς να περάσει το όριο. Ο δρόμος συνεχίζει να είναι έρημος. Τα φώτα της λεωφόρου φωτίζουν το πρόσωπό της και μετά ξανά σκοτάδι. Ανοίγει το παράθυρο να πάρει αέρα και ξεφυσάει αργά το όνομά του. Συνεχίζει να οδηγεί κάνοντας ξανά και ξανά την ίδια σκέψη. Πότε θα είναι πάλι μαζί, πότε θα γυρίσει από αυτό το ταξίδι και για πόσο θα μείνει στο σπίτι.
Δουλεύει στις οκτώ το πρωί αλλά δεν της καίγεται καρφί. Θέλει να κάνει βόλτα, μόνη, με τη σκέψη του. Δεν βάζει καν ραδιόφωνο. Η σκέψη της είναι πιο δυνατή από κάθε ήχο. Αρχίζει να θυμάσαι το καλοκαίρι που γνωριστήκανε, το χρόνο που αφιερώσανε ο ένας στον άλλον από την αρχή, όλα αυτά που τόσο αβίαστα μοιράζονται μέχρι σήμερα, συναισθηματικά, σωματικά, ακόμα και υλικά.
Θυμάται τώρα και τη προαγωγή του, με τα ταξίδια και τα συνέδρια. Άλλοι δεν έχουν δουλειά, σκέφτεται για να πνίξει κάπως τη ζήλια της. Όχι γιατί εκείνη δεν κάνει ταξίδια με τη δουλειά της αλλά γιατί της τον κλέβει. Της τον στερεί και κάτι τέτοια βράδια παίρνει το αυτοκίνητο της και χάνεται.
Σταματάει σε ένα βενζινάδικο. Ο υπάλληλος την κοιτάζει επίμονα, συνειδητοποιεί ότι το μπλουζάκι της είναι ένα από αυτά που φοράει στο σπίτι όταν κοιμάται, λίγο σι θρου. Κλείνει το παλτό και ανάβει ένα τσιγάρο παραπέρα. Στις δυο ρουφηξιές το σβήνει και μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητο.
Προσπερνά τη φωτεινή επιγραφή του βενζινάδικου και είναι πάλι στην ερημιά. Ίσως γιατί είναι Τρίτη βράδυ, ίσως γιατί πλησιάζει δύο το πρωί, ίσως γιατί όλοι οι άλλοι βρίσκονται με αυτόν και αυτήν που θέλουν. Ποιος ξέρει.
«Καταραμένη προαγωγή», μονολογεί και πατάει το γκάζι με δύναμη. Και να σκεφτείς δεν την ζήτησε ούτε ο ίδιος. Γιατί τη δέχτηκε; Τα χρήματα; Το πρεστίζ; Κι η ζωή του; Κι εμείς; Σκέφτεται.
Θυμώνει όμως με τις ίδιες της τις σκέψεις. Αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι. Τι διάολο κάνει τέτοια ώρα στους δρόμους; Ανοίγει και το ραδιόφωνο αλλά δεν είναι τυχερή, παίζει Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα.
Λίγη ώρα αργότερα χτυπάει το κινητό της, εμφανίζεται η φωτογραφία του στην οθόνη και κόβει ταχύτητα για να απαντήσει.
«Οδηγώ και σε σκέφτομαι…» του λέει μελαγχολική.
«Σταμάτα να με σκέφτεσαι και γύρνα προσεκτικά σπίτι».
Δέκα λεπτά αργότερα φτάνει στο σπίτι και τον βρίσκει εκεί. Έχει γυρίσει με τη βραδινή πτήση δυο μέρες νωρίτερα.
«Στο εξής, θέλω να φεύγουμε μαζί» της ψιθύρισε.
«Ή μαζί ή κανείς μωρό μου».