Οι άνθρωποι, κατά τη διάρκεια της ζωής μας, θα μπορούσαμε να πούμε πως επιλέχθηκαν ανάμεσα σε πολλούς, σε διαφορετικές περιστάσεις, προσεχτικά, έπειτα από πολύωρη σκέψη, τυχαία, αυτόματα, αναγκαστικά ή και για σύντομο ή μεγάλο χρονικό διάστημα,το μόνο σίγουρο όμως, είναι πως είναι με κάποιο τρόπο είναι μέρος της καθημερινότητάς μας και ορισμένοι από αυτούς, αποτελούν -δυστυχώς ή ευτυχώς- τη ζωή μας. Αυτοί οι επωνομαζόμενοι κοντινοί μας άνθρωποι όμως, είναι εκείνοι που, δικαιολογημένα, έχουν την εξουσία να μας πληγώσουν με το ίδιο χαρακτηριστικό που τους επιτρέψαμε να υπάρχουν ως σημαντικοί παράγοντες μέσα στην καρδιά μας: την προσωπικότητά τους.

Τα στοιχεία εκείνα που λατρέψαμε και μας προσέλκυσαν εξαρχής, όλα αυτά που θεωρούσαμε προτερήματά τους, εκείνα που στην τελική φτάσαμε να αγαπάμε και να προσπαθούμε ακόμα και να υιοθετήσουμε, ξεκινούν σταδιακά και φθίνουν. Τα μικρά, σχεδόν ανεπαίσθητα και χαρακτηριστικά στοιχεία της καθημερινότητάς τους απλά μας ενοχλούν αρχικά, οι συνήθειές τους, ο τρόπος αντιμετώπισης των καταστάσεων, ακόμα και το χιούμορ τους και το άγγιγμά τους. Ακολουθεί η οργή, ο θυμός, η ηρεμία και η άρνηση -όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά και με μία κλιμακωμένη ένταση- ώσπου καταλήγουμε στη σκέψη πως αυτός είναι ο αληθινός τους εαυτός, η λυτρωτική όμως αυτή διαύγεια της στιγμής δε διαρκεί παρά ελάχιστα καθώς είναι οι κοντινοί μας άνθρωποι, αποκλείεται να έχουν αλλάξει.

Για τον λόγο αυτό, τους δικαιολογούμε αφελώς και συνεχώς, υποστηρίζοντας πως η μεταστροφή αυτή, οφείλεται στο άγχος, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, σε κάποιου είδους ψυχολογική αλλαγή που βιώνουν, στην πίεση από την εργασία τους ακόμα και μεταφυσικές δυνάμεις μπορεί να δαιμονοποιήσουμε για να βρούμε οποιαδήποτε αιτία -η οποία φυσικά δεν οφείλεται ούτε σε αυτούς αλλά ούτε και σε εμάς. Η αλήθεια είναι, σε κάθε περίπτωση, πως ενδόμυχα προσπαθούμε μανιωδώς να προσάψουμε κατηγορίες σ’ έναν αόριστο εξωγενή παράγοντα, καθώς όλοι μας θα αδυνατούσαμε ή θα δυσκολευόμασταν να παραδεχτούμε την άγνοια και την αφέλειά μας ως προς την πραγματικότητα της προσωπικότητας ενός πολύ κοντινού μας προσώπου. Η περίπτωση αυτή μας φοβίζει, τρέμουμε μπροστά στην μέχρι τώρα αφάνειά της, όταν αποκτά υπόσταση και παύει να αποτελεί μια γενικότερη ιδέα κι αίσθηση, αδυνατούμε πλέον απλά να την προσπεράσουμε σαν να μην υπήρχε ποτέ. Πάντοτε ήταν εκεί κι εμείς ερχόμασταν αντιμέτωποι με αυτή κάθε μέρα, με ερμητικά κλειστά μάτια.

Η μυστηριώδης ομίχλη που έχουν δημιουργήσει γύρω από το πρόσωπό τους, προβάλλοντας τον εαυτό τους σαν εξωτικά πλάσματα μίας άλλης διάστασης, που κάποτε μας γοήτευε, πλέον μας στερεί τη δυνατότητα ευκρινούς ορατότητας της αλήθειας και το γεγονός αυτό πλέον μας θλίβει και μας απωθεί από αυτούς. Η αλήθεια όμως είναι πως η σχέση μας με εκείνους στηριζόταν σε δύο παράγοντες· στον συναισθηματικό εθισμό- προσκόλληση (από μέρους μας) και σε μια φοβική συμπεριφορά (από μέρους τους), όπου με τα δύο αυτά στοιχεία παρουσιάζεται αδύνατη η ανάπτυξη μιας υγιούς σχέσης.

Εμείς, έχοντας επενδύσει χρόνο, ενέργεια, συναισθήματα, σκέψεις και ουσιαστικά όλο μας τον εαυτό, επιθυμούμε την αντίστοιχη προσκόλληση από τον άλλον άνθρωπο, ουσιαστικά δενόμαστε με τέτοιο ανεξίτηλο τρόπο με εκείνους, ώστε η συναισθηματική τους απομάκρυνση μάς στερεί τα πάντα. Λησμονούμε όμως, πως ο δαίμονας του φόβου μεταμφιεσμένος σε αμφιβολία είναι πάντα παρών, από εμάς για να αγαπηθούμε έτσι ώστε να βάλουμε μια σφραγίδα αξίας πάνω μας, ενώ από την άλλη υπάρχη στην αδυναμία αποκάλυψης ενός πραγματικού εαυτού, μήπως και δεν είναι αγαπητός, αποδεκτός από όλους, μήπως χρειαστεί να προσπαθήσει να αλλάξει.

Κι εκεί, κάπου ανάμεσα σε όσα θέλουμε και σε όσα λαμβάνουμε, θα βρεθούμε μπροστά σε ένα κολοσσιαίο ερωτηματικό. Οι άνθρωποι- αινίγματα λοιπόν βρίσκονται στη ζωή μας για να μας μετατρέψουν κι εμάς σε υποψήφια ερωτηματικά;

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την προνομιούχο κατάσταση της συνειδητοποίησης που βρισκόμαστε, σε αντίθεση με άλλους ανθρώπους που ηθελημένα ή απρόσκοπτα επαναπαύονται σε αυτή την κατάσταση πλάνης. Τα θεμέλια επομένως, του προσεκτικά δομημένου κατασκευάσματός μας, πέφτουν ένα ένα όλο και πιο τραγικά, αποκαλύπτοντας το δεσμό εξάρτησης από κάτι άπιαστο. Την ίδια στιγμή κόβουμε νήμα-νήμα το σκοινί της συναισθηματικής προσκόλλησης, που όσο κι αν μας πονάει, στο τέλος αντιλαμβανόμαστε πως έμοιαζε με σκοινί αλλά στην πραγματικότητα ήταν βαριές αλυσίδες, απομεινάρια της ενοχικής μας στάσης απέναντι στο λάθος που άθελά μας κάναμε και πιστεύουμε πως είναι απαραίτητο να το υποστούμε στωικά. Η ελευθερία μας όμως, βρίσκεται όσο πιο κοντά εμείς οι ίδιοι της επιτρέπουμε να είναι.

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου