Οι άνθρωποι φεύγουν κι εμείς στεκόμαστε εκεί όπου μας άφησαν, στην άκρη ίσως κάποιας αποβάθρας να περιμένουμε τον επόμενο συρμό, μήπως κι εμφανιστούν, μήπως και ξαναγυρίσουν κοντά μας. Περιμένουμε, απογοητευόμαστε, τους δίνουμε χρόνο, φεύγουμε και ξαναγυρίζουμε για να τους βρούμε. Μα είναι άφαντοι και το χειρότερο είναι πως δε θα γυρίσουν ποτέ δίπλα μας. Αλλά ακόμα χειρότερο, είναι πως εμείς επιστρέφουμε πάντα ίδιοι. Με το ίδιο φθαρμένο παλτό και το ίδιο μισό χαμόγελο. Τα χέρια μας είναι σταυρωμένα στο στήθος λες κι έκαναν κάποια σκανδαλιά και πρέπει να τους μαλώσουμε, να τους τιμωρήσουμε που έφυγαν από κοντά μας, που μας απαρνήθηκαν. Οι άνθρωποι φεύγουν από κοντά μας κι εμείς δεν αντιδράμε. Σιωπάμε. Γιατί;
Εμείς οι άνθρωποι δύσκολα αλλάζουμε, δύσκολα τσαλακωνόμαστε, ρίχνουμε κάτω τον εγωισμό μας και τον πατάμε, ξεγυμνωνόμαστε μπροστά σε άλλους κι ακόμα πιο δύσκολα παραδεχόμαστε τα λάθη μας. Θέλουμε να μας υποστηρίξουμε και να βρούμε το δίκιο μας, να δείξουμε πως και η δική μας πλευρά έχει επιχειρήματα, να τους πείσουμε πως μπορούμε να ζήσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι πως οι άλλοι δεν μπορούν.
Μας αγαπούν όμως και μας αγαπούν τόσο, ώστε να φύγουν μακριά μας για να το καταλάβουμε. Οξύμωρο κάπως, να φεύγουν οι αγαπημένοι μας για να «ξυπνήσουμε». Για να καταλάβουμε πως πριν απ’ όλους, βλάπτουμε τον εαυτό μας, ν’ αντιληφθούμε πως ίσως δεν είναι λειτουργικά όλα όσα προσπαθούμε να πρεσβεύουμε. Μέσα στον θυμό μας, αυτή τη στάση απομάκρυνσης, τη βαφτίζουμε «τιμωρία». Μα κανείς τους δε θα μας δείρει, ούτε και θα μας μαλώσει, δε θα μας σηκώσει στη γωνία να κάτσουμε να κοιτάμε τον τοίχο, ούτε θέλει να μας εκδικηθεί για κάτι.
Η φυγή του, η δημιουργία μιας απόστασης -πρακτική και συναισθηματική- είναι ένα όριο που τοποθετούν αρχικά για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και για να μας βοηθήσουν να δούμε τα πράγματα αλλιώς. Είναι ένα γυαλί συναγερμού που σπάει, μια προειδοποίηση για εμάς από ανθρώπους που μας αγαπούν, μια άηχη συμβουλή που τις περισσότερες φορές αγνοούμε. Λέμε πως απλώς δεν ταιριάξαμε ή πως δε μας αγάπησαν πραγματικά ή ακόμα υποστηρίζουμε πως ούτε εμείς τους δοθήκαμε αληθινά· κι αυτά είναι ψέματα.
Όχι πως δεν μπορεί να συνέβησαν, αλλά τέτοιες «απώλειες» ίσως δεν έχουν κάνει ακόμα τον κύκλο τους. Νιώθουμε όμως ένα «άδειασμα», ένα κενό κάπου ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Δεν είναι έτσι όπως τα είχαμε φανταστεί και η μοναξιά είναι τρομαχτική όταν δεν την αποζητούμε. Οπότε κάπου μέσα στις σκοτεινές ή και στις λάθος σκέψεις που κάνουμε, μπορεί κάποια στιγμή να σταθούμε απέναντί μας, να κοιτάξουμε με νόημα τον εαυτό μας και να συμφωνήσουμε χωρίς να πούμε πολλά: κάτι πρέπει να κάνουμε!
Αυτό δεν το λέμε επιτακτικά, γιατί και να το αποφασίσουμε αυτόματα δε θα γίνει σίγουρα αμέσως. Είναι όμως μια συνειδητοποίηση, ένα χαστούκι της ζωής, που μας δίνεται με έναν όχι και τόσο ήπιο τρόπο. Μας δίνει να καταλάβουμε πως έχουμε προσωπική ευθύνη γι’ αυτά που συμβαίνουν και πως δε γίνονται όλα εξαιτίας της τύχης. Έχουμε κι εμείς μερίδιο από αυτή τη συνθήκη κι αυτό είναι το πιο τρομαχτικό. Οπότε καλούμαστε να διαπραγματευτούμε: με το μέσα μας και με τα θέλω μας. Μέχρι πόσους ανθρώπους χρειάζεται να χάσουμε από τη ζωή μας για ν’ αλλάξουμε;
Η απάντηση που έδωσε η ίδια η εμπειρία είναι ένα περίτρανο «δεν ξέρω». Μια ακόμα αμήχανη σιωπή υπάρχει όταν απομακρύνονται από κοντά μας, σαν να μην το περιμέναμε αυτό να γίνει και οι πιθανές αντιδράσεις μας είναι τρεις: ν’ αλλάξουμε (σπάνιο), ν’ αδιαφορήσουμε (συνηθισμένο) ή να μην το καταλάβουμε καν. Να πούμε ότι χαθήκαμε, ότι η ζωή τα έφερε έτσι κι εμείς βρεθήκαμε να μην είμαστε πια τόσο αγαπημένοι. Αλλά την ίδια στιγμή σκεφτόμαστε πως εάν θέλαμε πραγματικά να κρατήσουμε κάποιους κοντά μας, θα κάναμε τα πάντα για να τους κρατήσουμε.
Καμιά φορά όμως, σημαίνει πως για να μην έμειναν ίσως κι εμείς δεν ήμασταν ικανοί να τους δώσουμε όσα άξιζαν, όσα εμείς θα θέλαμε ν’ απολαύσουμε μαζί τους. Οπότε μπορούμε να επιλέξουμε ν’ αλλάξουμε, να δούμε τα λάθη μας, να σιχτιρίσουμε, να κρύψουμε τα βράδια που μείναμε ξάγρυπνοι και να πάρουμε τον χρόνο μας για να μάς αντιμετωπίσουμε. Τίποτα δεν είναι τραγικό, παρά μόνο φοβιστικό, όταν το έχουμε αφήσει πολύ καιρό να βουλιάζει μέσα μας και να μας παρασέρνει μαζί του. Αργά όμως θα είναι όταν όλοι οι άνθρωποι που πραγματικά μας αγαπούν, φύγουν μακριά μας. Ακόμα όμως και τότε, εάν μπορέσουμε να εκτεθούμε στον εαυτό μας, τότε δε θα ντραπούμε ούτε να τους ζητήσουμε βοήθεια να γίνουμε καλύτεροι, μα ούτε και να διεκδικήσουμε ξανά μια θέση στη ζωή τους.
Το να φεύγουν οι αγαπημένοι μας, δε σηματοδοτεί και μια ευκαιρία εξέλιξης για όλους. Για μερικούς οι άνθρωποι είναι μηχανές που τροφοδοτούν τις σκέψεις, τις πράξεις, τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές, τους ενισχύουν μέχρι να αντιληφθούν τι πραγματικά συμβαίνει και μετά απομακρύνονται κι εκείνοι, μονάχα για να βρουν άλλους. Οπότε δε δίνονται ουσιαστικά και δε χάνουν και κάποιον ουσιαστικά, πιάνονται απλώς από άλλους γιατί τους χρειάζονται. Οι ανθρώπινες σχέσεις όμως απαιτούν μοίρασμα κι αυτοκριτική, έχουν μέσα τους εξ αποκλεισμού την αλλαγή και την εξέλιξη, γιατί εάν οι σχέσεις μας δεν κατάφερναν να μας κουνήσουν από τη θέση μας και να μας κάνουν να κοιτάξουμε αλλιώς το μέσα μας, τότε δεν είναι πραγματικά βαθιές κι ειλικρινείς.
Αλλάζουν οι άνθρωποι, ας κρατήσουμε αυτό, μα αλλάζουν όταν εκείνοι το επιθυμήσουν- και θα χρειαστεί να γραφτεί και να ειπωθεί πολλές φορές μέχρι να το καταλάβουμε. Όταν μένουν μόνοι κι αναρωτιούνται αλλάζουν οι άνθρωποι, Κι είναι και κάποιοι που δε θ’ αλλάξουν – δυστυχώς – ποτέ.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου