«Και οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει» Γ.Ρίτσος.
Ο άνθρωπος από τις απαρχές της δημιουργίας κοινωνιών προσπάθησε να εκφράσει τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις του με άναρθρες και ασυνάρτητες κραυγές αρχικά που όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Αντικαταστάθηκαν έπειτα από τα επιμελώς τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο γράμματα σύμφωνα με τους εκάστοτε γραμματικούς κανόνες, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο τις λέξεις. Από τις πρωτόγονες αυτές μορφές παραταγμένες σε μία καθωσπρέπει σειρά ανάλογα με τους συντακτικούς κανόνες προέκυψαν οι προτάσεις, αλλά στη σημερινή εποχή έχουμε μάθει να μιλάμε περισσότερο με μεμονωμένα και αποσπασματικά λόγια παρά με ολοκληρωμένα και η αλήθεια είναι πως οι «παρεξηγημένες» λέξεις είναι κάτι παραπάνω από όμορφα, στοιβαγμένα γράμματα.
Οι λέξεις, επιβεβαιωμένα, αποτελούν έναν πολύπλοκα απλοϊκό κώδικα που σηματοδοτεί όλα εκείνα που αποφαίνονται σημαντικά για εμάς, ελλοχεύουν νοήματα που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από ψυχή σε ψυχή, από καρδιά σε καρδιά κι αυτό ίσως είναι κάτι που μπορεί να παρατηρηθεί πέρα από τα εγκλωβισμένα -όπως έχουν διαμορφωθεί- όρια της επικοινωνίας ανάμεσα μας. Έχουμε παραβλέψει όμως, ότι οι λέξεις πλάσθηκαν πρωταρχικά από τον άνθρωπο για τον ίδιο τον άνθρωπο και περίτρανη απόδειξη αποτελεί πως τις χρησιμοποιούμε μονάχα ως μέσο εξουσίας και κυριαρχίας πάνω στους άλλους. Tα μάτια μιλούν σιωπηλά αλλά τα χείλη δρουν, εκδηλώνουν και ξεγυμνώνουν κτητικά και απόλυτα.
Εκφράζουμε όσα επιθυμεί ο άλλος, αδιαφορώντας για την αβάσταχτη βαρύτητα που περιβάλλει τα λεγόμενά μας τόσο για εκείνους όσο και για εμάς. Λησμονούμε συχνά να αναζητήσουμε το νόημα της κάθε λέξης, την προσωπική σημασία που αποκτά για τον καθένα μας, οπότε μιλούμε για να αναδείξουμε ορισμένες κοινά αποδεκτές ουσίες, οι οποίες για εμάς είναι ανούσιες! Σωρηδόν λοιπόν εξαπολύουμε κάποιους αναγραμματισμούς (για εμάς) που στους άλλους αναδεικνύονται ως μία σύνδεση αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αγεφύρωτη απόσταση.
Το τραγικό και ειρωνικό συγχρόνως, είναι πως παρ’ όλο που πιθανότατα (;) μπορούμε να απαριθμήσουμε όσες λέξεις γνωρίζουμε, αδυνατούμε να σκεφτούμε και να τοποθετήσουμε στην κορυφή εκείνες που αποκαλύπτουν τον εαυτό μας, τα γράμματα εκείνα που όταν ακούγονται τριγύρω μας με μία συγκεκριμένη δομή συνταράσσουν το «είναι» μας. Δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε εάν κάποιες από τις αμέτρητες εκείνες λέξεις εκατομμυρίων χρόνων μας εξιτάρουν, μας συγκινούν, μας φοβίζουν, μας χαροποιούν, μας αναγκάζουν να αναλογιστούμε τις πράξεις μας, μας αντιπροσωπεύουν, μας επιτρέπουν να είμαστε αυτό που με τόσο ατελή τρόπο είμαστε και αυτό αποκαλύπτει τη δυσμενή κατάσταση που έχουμε καθηλώσει το «εγώ» μας: την απομάκρυνση από την αλήθεια (μας).
Μάθαμε τόσες πολλές «κοινωνικές αλήθειες» που ξεχάσαμε να αναζητήσουμε την προσωπική μας ή ορθότερα, εφησυχαστήκαμε από τις καθιερωμένες ερμηνείες, υιοθετώντας τες ακρίτως· γιατί να δημιουργήσουμε άραγε μία παραπάνω αλήθεια; Η τελευταία βρίσκεται στην καρδιά μας, τοποθετημένη στο κέντρο της ώστε να παρατηρεί απευθείας όλες εκείνες τις εντυπωσιακά αιθέριες υπάρξεις που παρελαύνουν ενώπιόν της, καρτερικά αναμένοντας για τις λέξεις εκείνες που θα καταφέρουν να την ωθήσουν να χτυπήσει και να δώσει πνοή στο σώμα αλλά εμείς, ως κατ’ εξοχήν εγωιστικά όντα (ειδικά με τον εαυτό μας) στερούμε καθετί που θα αποδεικνυόταν σωτήριο για εμάς. Έχουμε λατρέψει επικίνδυνα σχεδόν να βρισκόμαστε σε μία κατάσταση άγνοιας και αστάθειας, απολαμβάνουμε στο έπακρο την αλεξιθυμία μας, καθώς μας αποδεσμεύει από τον μοναδικό μας σύμμαχο, τον εαυτό μας!
Εάν οδηγηθούμε στο σημείο να αποδώσουμε ένα όνομα στο συναίσθημά μας σημαίνει πως το έχουμε επισημάνει, το έχουμε αναγνωρίσει, μπορούμε να το κατανοήσουμε και να το μελετήσουμε ευχερέστερα, με αποτέλεσμα να συντελεί μια σημασία για εμάς, ένα νόημα, πλέον να συγκαταλέγεται στις αλήθειες μας και ό,τι είναι αληθινό απαιτεί σεβασμό. Οπότε είναι κάπως παράδοξο να διακηρύττουμε για τον έρωτα, τη λύπη, τη χαρά, τον φόβο, όταν εμείς οι ίδιοι αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε τι σημαίνουν αυτά τα συναισθήματα. Ερωτευόμαστε μία πλασματική ιδέα του έρωτα δίχως να ξέρουμε πώς είναι ή πώς θα επιθυμούσαμε εμείς να τον βιώνουμε. Λυπόμαστε, αλλά αδυνατούμε να διαχωρίσουμε τη λέξη αυτή από εκείνες της απόγνωσης, της απογοήτευσης, της θλίψης ή του οίκτου. Χαιρόμαστε, με την προϋπόθεση όμως πως όλα τα όμορφα συναισθήματα εμπεριέχονται σε τέσσερα μονάχα γράμματα και δε θα χρειαστεί να αντιληφθούμε την αληθινή υπόστασή τους. Φοβόμαστε γιατί τρέμουμε; Ανησυχούμε; Αμφιβάλλουμε;
Στον έξω κόσμο, του ηλίου και της αλήθειας, τυφλωθήκαμε, δειλιάσαμε και κρυφτήκαμε μέσα στην ασφαλή μας σπηλιά. Η ολοκληρωμένη διαδρομή φαινόταν μακρινή και περίπλοκη, γεμάτη από υποχρεώσεις που βάραιναν τους ώμους μας, πλασμένη από λέξεις που δυσκόλευαν τα δάχτυλά μας, για αυτό και την απορρίψαμε. Ο ποιητής όμως μας προειδοποίησε πως «σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις» αλλά πιστέψαμε πως ήταν μια φωνή κάποιας Σειρήνας που έπρεπε να αποφύγουμε πάση θυσία- ακόμα κι αν αυτή η θυσία ήμασταν εμείς.
Χρειαζόμαστε να αναζητήσουμε τις συναισθηματικές αποχρώσεις στη ζωή μας με τον ίδιο τρόπο που έχουμε ανάγκη και την ιχνηλάτησή μας προς την έκφρασή τους, γιατί οι λέξεις είναι ευαίσθητες και οι ψυχές των ανθρώπων ακόμη πιο ευάλωτες και επιρρεπείς στα άναρχα βέλη με τα οποία εμείς οι ίδιοι κατακεραυνώνουμε.
Τα συναισθήματά μας είναι λέξεις μας! Το ιδιαίτερο ηχόχρωμά τους, η ξεχωριστή διατύπωσή τους, η προσωπική έκφρασή τους, ο ιδιωτικός τρόπος και ο εσωτερικός τόπος απόδοσης-προσφοράς τους ηχεί μέσα μας, γιατί πριν από όλους πρέπει να τις παραδεχτούμε στον εαυτό μας αρχικά, να τις αφήσουμε να μας προσδιορίσουν κι έπειτα να τις αφήσουμε να ξεχυθούν πάνω μας δίχως να τις κρύψουμε με έναν προστατευτικό μανδύα ωσάν τρέμαμε στην ιδέα του εαυτού μας.
Οπότε αντιτιθέμενοι στην ύπαρξη πέντε αισθημάτων όπου η καρδιά μας βασιζόταν για την επιβίωσή της, οφείλουμε να σταθούμε ενώπιον των συναισθηματικών κυμάτων της ζωής μας αφήνοντάς το να μας αγγίξει τόσο με τη σπαρακτική ηρεμία του κυματισμού αλλά και με τη μεταρσιωτική ορμή της τρικυμίας· γιατί εάν δεν αισθανθούμε τον εαυτό μας στην ολότητά του, με τι λέξεις που του αρμόζουν, τι μένει να νιώσουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου