Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως μέσα σε μία σχέση είναι σημαντικό να υπάρχουν καβγάδες, όσο παράδοξο κι αν μάς ακούγεται, καθώς υποδηλώνει πως είναι σημάδι μιας υγιούς επικοινωνίας. Εάν το σκεφτούμε πράγματι θα ήταν περίεργο να είμαστε μ’ έναν άνθρωπο και να μην έχουμε μαλώσει μαζί του για κάτι ή να μην έχουμε διαφωνήσει πάνω σε τίποτα, θα ήταν σαν να μην τού δίνουμε καθόλου σημασία ή να μάς περνάει αδιάφορος.
Αλλά υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να μαλώσει κάποιος με τον άλλον, όμως σ’ ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κι ως κακοποιητικοί. Είναι οι στιγμές αυτές όπου η κουβέντα δε γίνεται πλέον με σκοπό να κατανοήσει ο άλλος τον λόγο διαφωνίας ή αντίρρησης και στοχεύει μονάχα στο να εκφοβίσει, ώστε να συμφωνήσει μαζί του και να μην υπάρξει ξανά αντιπαράθεση πάνω σ’ αυτό το θέμα. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει μια υγιή σχέση και πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε κάτι πολύ καταπιεστικό.
Εάν έχετε ακούσει κι εσείς τις φράσεις «Δεν είμαι ο εαυτός μου όταν θυμώνω» ή «Πιστεύεις πως πάντα εσύ έχεις δίκιο και εγώ άδικο», «Δε θ’ αντιδράσω ξανά έτσι απλά ξέσπασα» κ.ο.κ,, τότε είναι πολύ πιθανό να μη θέλετε να καβγαδίσετε με τον άλλον ακόμα κι εάν κάτι στη συμπεριφορά του δε σάς αρέσει εξαιτίας του ότι μπορεί να πει αυτά τα πράγματα.
Σίγουρα οι συζητήσεις που γίνονται μέσα σ’ ένα κλίμα αρνητικότητας, χωρίς ηρεμία και προσπάθεια κατανόησης για τον άλλον δεν αποδίδουν, ταυτόχρονα όχι μόνο δε βοηθούν την κατάσταση αλλά την επιβαρύνουν και προξενούν ένα αίσθημα φόβου κι ανησυχίας. Εάν έχετε νιώσει πως έχετε την ανάγκη να προστατευτείτε ή να βάλετε τον εαυτό σας σε μια θέση άμυνας τότε ο τρόπος που χειρίζεται την κατάσταση είναι λάθος. Σίγουρα εκείνη τη στιγμή θα πιστέψετε κι εσείς πως είναι τα νεύρα, η ένταση, αλλά αν συλλογιστείτε πόσες φορές έχουν συμβεί παρόμοια σκηνικά τότε θ’ αντιληφθείτε πως έχουν μαζευτεί πολλές κακές στιγμές.
Ο τρόπος με τον οποίο μας επικοινωνεί ο άλλος είτε τη δυσαρέσκεια του, είτε μια δυσκολία που αντιμετωπίζει αναφορικά με τη συμπεριφορά μάς αντανακλά τις αντιλήψεις του, αναφορικά με τη διαχείριση των ζητημάτων, τον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να λύνει τα προβλήματά του αλλά και πώς επιλέγει να τα μεταφέρει στον άλλον.
Σημαντικό ρόλο επίσης έχουν κι οι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί αλλά και πώς τις χειρίζεται όπως κι οι κινήσεις του σώματος. Οι απολυτότητες στη γλώσσα αν αναφέρει συνέχεια πως ποτέ δεν κάνει κάτι ή εσείς πάντα φταίτε, τότε αποδεικνύει πως δεν υπάρχει καμία διάθεση για επικοινωνία αλλά αντιθέτως βρίσκετε απέναντι σας. Εάν κάθε φορά σκέφτεστε δύο και τρεις φορές να μοιραστείτε κάτι μαζί μήπως και θυμώσει λίγο παραπάνω, μήπως και χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι, να ρίξει κανένα πιάτο στο πάτωμα να σπάσει για να φοβηθείτε, μήπως και φωνάξει τόσο που σάς κάνει να βουρκώσετε και να θέλετε να φύγετε απ’ τον χώρο τότε η συμπεριφορά αυτή είναι περισσότερο χειριστική παρά βοηθητική.
Οι συζητήσεις ανάμεσά σας δεν έχουν σκοπό τη συνεννόηση αλλά την επικράτηση του ενός και σίγουρα δε στοχεύουν στην επίλυση του προβλήματος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι καβγάδες δε δίνουν αυτό το αλατοπίπερο στη σχέση που ισχυρίζονται πολλοί, αντίθετα την υποβαθμίζουν σ’ ένα επίπεδο απλής συμβίωσης κι υποχώρησης στα θέλω του ενός. Σίγουρα αυτή η συνθήκη δε θα βοηθήσει κανέναν απ’ τους δύο κι ειδικά τ’ άτομο που θα αναγκαστεί να δέχεται τη δυσλειτουργική συμπεριφορά και να συμβιβάζεται μ’ αυτή. Βέβαια, εδώ τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να φύγετε εφόσον παρατηρήσετε τέτοιες πράξεις ή να κάτσετε να το συζητήσετε αυτό με το ταίρι σας από τη στιγμή όμως που ο διάλογος δεν είναι το δυνατό σημείο πρέπει να παραμείνετε σ’ αυτή τη σχέση;
Μπορεί το να κάνετε μια ακόμα συζήτηση να φαντάζει μάταιο αλλά κι ο δικός σας τόνος, η στιγμή που θα επιλέξετε να επικοινωνήσετε αυτό το θέμα έχουν σημασία και υπάρχει μια πιθανότητα εάν καθρεφτίσετε αυτά που σάς κάνει να αισθάνεστε να το αντιληφθεί. Βέβαια, όλοι μας έχουμε μεγαλώσει με συγκεκριμένους τρόπους κι έχουμε συνηθίσει σ’ ορισμένα πράγματα ν’ αντιδρούμε αυτόματα μ’ αποτέλεσμα να είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει να καταλάβει και τη δική μας θέση. Αλλά είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας πως σε μια σχέση, ειδικά ερωτικής φύσεως, δεν μπορούμε να στηριχθούμε μονάχα στην έλξη ή στο πάθος που υπάρχει, αλλά να βάλουμε ως προτεραιότητα τη δική μας ψυχική υγεία και κατά πόσο αυτή αξίζει να θυσιαστεί για να παραμείνουμε μ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος