«Τι συμβαίνει μεταξύ μας;» Αυτή η ερώτηση είναι ικανή να πυροδοτήσει το χάος μέσα μας. Αδυνατούμε ν’ απαντήσουμε ακόμα κι αν ξέρουμε τι είμαστε, ακόμα κι αν ξέρουμε τι θέλουμε να γίνουμε, ακόμα κι αν επιθυμούμε ν’ αποφύγουμε κάτι. Η ερώτηση αυτή θα μείνει μετέωρη, θα χαθεί ίσως κάπου ανάμεσα σε άλλες συζητήσεις και θα ξεχαστεί, αν είμαστε τυχεροί. Αλλά επειδή δεν πάνε όλα όπως τα έχουμε σχεδιάσει, μπορεί σε κάποιον από τους δυο μας να κολλήσει στο μυαλό αυτή η απορία, να πλάθουμε σενάρια για το τι θα ήταν δυνατόν ν’ απαντήσει ο άλλος, για το τι θα θέλαμε ίσως να πει και να μη μας αφήσει ν’ αναρωτιόμαστε.
Μπορεί όμως και να εξαφανιστήκαμε εμείς, να πετάξαμε όσο πιο μακριά γινόταν και να το διαγράψαμε αυτό το γεγονός από τη μνήμη μας. Γιατί μπορεί στην αρχή το άγνωστο να μας εξιτάρει και στην αρχή να μας συναρπάζει αλλά μετά από κάποια στιγμή το βαριόμαστε. Ή αρχίζουμε να το φοβόμαστε. Δυσκολευόμαστε να το αποκωδικοποιήσουμε και να βρούμε πραγματικά τη λύση του, γιατί πάνω απ’ όλα είναι ένα μυστήριο και τα άλυτα μυστήρια είτε καταχωνιάζονται κάπου σκονισμένα, είτε λύνονται. Μέση λύση δεν υπάρχει. Κι όταν η γλύκα των συνεχών ερωτημάτων τελειώνει, τι μένει;
Ίσως ένας φόβος έκθεσης, εμπλουτισμένος με μια αμφιβολία για αποκάλυψη της αλήθειας, μιας αλήθειας που μας πονάει περισσότερο από την απάντηση που δε θέλουμε να δώσουμε ή από την ερώτηση που τρέμουμε να κάνουμε. Οπότε μένουμε σε αοριστίες και σε καταστάσεις που δεν ξέρουμε τι είναι, δεν ξέρουμε εμείς τι είμαστε μέσα σ’ αυτές και το κυριότερο αγνοούμε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας μέσα σ’ αυτές. Είμαστε κάτι απροσδιόριστο. Έχουμε σχέση, «βγαίνουμε», ερχόμαστε σε επαφή, είμαστε φίλοι αλλά όχι ακριβώς, περνάμε καλά, δεν είμαστε αποκλειστικά ο ένας με τον άλλον αλλά θέλουμε ή μπορεί και να μη θέλουμε, δεν ξέρουμε μερικές φορές κι ακριβώς τι θέλουμε. Αλλά γιατί να μη θέλουμε να πέσουμε με τα μούτρα στο συναίσθημα, στην έλξη ή και στον έρωτα; Κάποιος κυνικός θα έλεγε πως μπορεί να μην υπάρχει τίποτα απ’ αυτά, αλλά και πάλι θα ήταν ψέμα γιατί θα έπρεπε εξ αποκλεισμού, κάτι να ισχύει, κι αυτό το κάτι να έχει όνομα. Οπότε γιατί δε λέμε ξεκάθαρα αυτό που ζητάμε; Γιατί μπορεί να είμαστε λίγοι απέναντι σε όσα απαιτεί από εμάς.
Δεν ξέρουμε να επικοινωνούμε και να μιλάμε για όσα μας απασχολούν πραγματικά κι η αλήθεια μας αναγκάζει να καταφεύγουμε σε αυτό που υστερούμε. Μέσα σ’ αυτή την αδυναμία μας, υπάρχει κι ακόμα μια πιο βαθιά, που σχετίζεται με τα όριά μας, τα οποία δεν μπορούμε να καθορίσουμε και ν’ απαιτήσουμε, ούτε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Δε μας αρέσει να ξεκαθαρίζουμε τι θέλουμε από τον άλλον γιατί δεν μπορούμε να το ζητήσουμε καν αυτό από εμάς ή κι από την καθημερινότητά μας. Θεωρούμε πως είναι λιγότερο αγχωτικό να μην έχουμε σταθερή βάση, ν’ αναζητούμε συνεχώς κάτι που θα μας συναρπάζει και θα μας δημιουργεί το συναίσθημα της απορίας, άρα και της αδρεναλίνης. Αλλά δεν το έχουμε σκεφτεί και πολύ καλά. Γιατί πάντα καταλήγουμε να τρέχουμε και να ψάχνουμε σαν εθισμένοι κάτι που θα μας δυσκολέψει, κάτι που θα μας πληγώσει, ίσως γιατί πιστεύουμε πως αυτό αξίζουμε, κάτι που θα έχει επιβεβαιωμένα αρνητική κατάληξη. Όλο αυτό το κυνηγητό γύρω από τον εαυτό μας, γιατί αυτόν θέλουμε να χτυπήσουμε παραπάνω απ’ όλους, ακόμα κι αν δεν το κάνουμε συνειδητά.
Η πιο δύσκολη δέσμευση είναι αυτή με τον εαυτό μας και με όσα δε θέλουμε να του παραδεχτούμε πως θέλουμε ή όσα θέλουμε να κρύψουμε πίσω απ’ αυτά που αρνιόμαστε. Όλα αυτά κι εκείνους που σπρώχνουμε μακριά μας, μπορεί να είναι όσα δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να έχουμε, πως μας αξίζει να παλέψουμε γι’ αυτά. Γι’ αυτό τ’ αφήνουμε όλα να πλανώνται στον αέρα και να μην αγγίζουν ποτέ τη γη, να μη γίνονται ποτέ τους απτά αλλά κι εμείς οι ίδιοι, να τα έχουμε οραματιστεί μόνο. Το μυστήριο όμως του ονείρου δεν μπορεί να μας θρέφει για πάντα, κάποια στιγμή θ’ αναγκαστούμε να μιλήσουμε και να κάνουμε ό,τι έχουμε επιθυμήσει. Ίσως γιατί βαρεθήκαμε όλες οι καλές ευκαιρίες να ξεγλιστράν μέσα από τα χέρια μας, ίσως γιατί το ξεκάθαρο δεν είναι πλέον βαρετό, αλλά αναγκαίο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου