Ο Ελύτης μας προειδοποίησε με παράπονο πως δεν έχουμε δεύτερη ζωή, γιατί ούτε τη χρειαζόμαστε μα και γιατί δε θα την εκτιμήσουμε· κι εμείς, αγάπη μου, απόψε χαραμίσαμε λίγη ζωή ακόμη -λες κι είχαμε αρκετή…
Έφυγε. Παρελθοντικός χρόνος γιατί από τη στιγμή που συνέβη και το ένιωσες, φάνηκε ήδη σαν μια ανάμνηση. Μπορεί να μην έχεις ακόμα τη δύναμη να τη χαρακτηρίσεις με ένα συγκεκριμένο, προσδιοριστικό επίθετο, μα όσο περίεργο κι αν σου ακούγεται, μπορείς να τη δεις. Είναι εκείνη η ξεχασμένη φωτογραφία μέσα στο συρτάρι με τα σκορπισμένα χαρτιά, εκεί την καταχώνιασες και τυχαία την πετυχαίνεις πού και πού, μα ποτέ σου δεν τη βγάζεις έξω να την κορνιζάρεις ή έστω να την κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά.
Έτσι και με εκείνο το πρόσωπο. Για εσένα πλέον έχει απομακρυνθεί, είναι μία ξεθωριασμένη εικόνα που έχει σταθεί πάνω στο σβέρκο σου και δε λέει να ξεκουμπιστεί. Είναι μία υπενθύμιση όλων των σκέψεων που είχες για εσάς τους δύο, ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, μία παντοτινά κρυφή επιθυμία -αυτά θα μείνουν και πολλά άλλα που θα περάσουν το μυαλό σου όταν οι στιγμές σε δυσκολεύουν. Η αλήθεια είναι πως ακόμα κι αν πονάς (δε χρειάζεται να το παραδεχθείς σε κανέναν) θα συνεχίσεις να ζεις, θα ακολουθήσεις και την επόμενη ημέρα τη ρουτίνα σου και την επόμενη και την επόμενη. Μέχρι που κάποια στιγμή ίσως να εκραγείς, να σπάσεις και να ξεσπάσεις -ο έρωτας άλλωστε μας κάνει ευαίσθητους.
Μέσα σου ίσως θα φωνάζει το υποσυνείδητο πως σπατάλησες συναισθήματα και χρόνο, πως έχασες δύο από τα πολυτιμότερα πράγματα που είχες και τα έδωσες στον λάθος άνθρωπο, τη λάθος στιγμή για τους λάθος λόγους· όλα στο μυαλό σου είναι αρνητικά, έχεις βάλει ένα αρνητικό πρόσημο στον ίδιο σου τον εαυτό. Πιστεύεις πως άφησες δίχως έγνοια να πέσει -ή (πιο τραγικά) πέταξες τον εαυτό σου κάτω- και δεν ήταν ένα οποιοδήποτε σκουπίδι, ήσουν εσύ.
Χτυπάς αλύπητα το μέσα σου, προσπαθείς να μη συλλογίζεσαι καν τον άνθρωπο αυτόν. Λες και εάν προσπαθείς να καταδιώξεις την εικόνα του, θα πάρει μαζί και όλες τις Ερινύες· μα δε γίνεται. Τον κοιτάς νοητά και σου γεννάται μία θλίψη: νιώθεις να θες να μουσκέψεις τα μάγουλά σου, αλλά δεν ξέρεις εάν στην πραγματικότητα πρέπει να θυμώσεις ή να αναρωτηθείς, απορείς «πώς έφτασες μέχρι εδώ» και θέλεις να τον αποχωριστείς, μα η αίσθηση δεν είναι τόσο απόλυτη. Αισθάνεσαι κάτι γλυκόπικρο στα χείλη σου, ξέρεις πως οι απο-χωρισμοί πονάνε και εσύ μονάχα με τη σκέψη δυσκολεύεσαι αρκετά, μα δεν μπορείς να αγνοήσεις πως αυτός ο άνθρωπος σε έκανε να νιώσεις πως όλα έγιναν μάταια.
Αυτό που σε πειράζει, σαν μία πρωτόγνωρη ενόχληση, είναι «το λάθος σου», η πιθανότητα -που πίστευες πως μονάχα στατιστικά υπάρχει- να λανθάνεις για αυτόν τον άνθρωπο, για εκείνον που «του επέτρεψες να σε δει αληθινά». Μέσα στη ματαιότητα, σε κυριεύει και ένα αίσθημα ανικανοποίητης ευτυχίας· σου πήραν τη χαρά από τα χέρια και στην αντικατέστησαν με την ερώτηση εκείνη που τρομάζει περισσότερο από κάθε κατάσταση: άξιζε;
Στη ζωή αυτό έμαθες να μετράς, έμαθες να καταλαβαίνεις εάν κάτι ήταν χρήσιμο για εσένα, εάν σε άφησε σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι σε βρήκε πριν, εάν μπορείς τώρα να δεις τη ζωή πιο ώριμα και συγκροτημένα. Εσύ όμως παραδίνεσαι αμαχητί, προσπαθείς να προστατευτείς από τα πάντα και κυρίως από τον εαυτό σου, γιατί κατά την κρίση σου τα «πάντα» σου καταρρέουν, πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα και είναι τόσο λεπτά τα φύλλα που τα παίρνει ο αέρας και δεν προλαβαίνεις να τα μαζέψεις. Απογοητεύεσαι και νιώθεις σαν να σε τοποθέτησε κάποιος στο σημείο μηδέν.
Έψαξες να βρεις τον άνθρωπό σου στο φως μα βράδιασε πάλι και δεν πρόλαβες να τον δεις, να τον χαρείς όσο είχες σχεδιάσει και τώρα απλώς στέκεσαι -τι μπορείς να πεις μετά από αυτό άλλωστε; Έδωσες και δόθηκες, μα τώρα φαίνεται σαν να μοίρασες τα πάντα σε αυτόν τον άνθρωπο, εκείνος να τα κράτησε εγωιστικά για τον εαυτό του και δε σου χάρισε τίποτα πίσω· νοητά είναι ο «κακός» στην ιστορία σου ακόμα και εάν δεν θέλεις να τον χαρακτηρίσεις έτσι. Τον θέλεις μακριά σου αλλά δεν τον μισείς, προσπαθείς να τον διώξεις από πάνω σου και από μέσα σου, μα ούτε και να αδιαφορήσεις θες -πόσο θα επικύρωνε αυτό τους φόβους σου! Η αλήθεια είναι όμως πως πρέπει, είναι απαραίτητο για εσένα.
Στην απώλεια -γιατί και ο χωρισμός δε λένε πως είναι ένα μικρό τέλος σου (;)- οφείλεις να απολαύσεις, όσο ειρωνικό και εάν σου ακούγεται, τα όσα έζησες, γιατί στην τελική αυτά έχουν σημασία. Είναι αδύνατο από τη μία μέρα στην άλλη να πετάξεις κάποιον από τη ζωή σου, θέλει απαλές κινήσεις, αλλιώς θα επιστρέφει κι εσύ θα ανοίγεις. Θα ανοίγεις γιατί το παρελθόν είναι κάτι γνώριμο κι ο άνθρωπος αυτός, αφού κάποτε μπόρεσε να σου προκαλέσει τόσα συναισθήματα, θα έχει και τώρα τη δύναμη -για αυτό ακριβώς είναι αναγκαίο να αφεθείς σε όλη τη συναισθηματική παλέτα που απαιτείται για να τον αφήσεις πραγματικά πίσω σου.
Να αποδεχτείς πως αυτή είναι η αγάπη σας, αυτό και το τέλος -όσο δύσκολη, όμορφη, κατεστραμμένη, ξεχωριστή και εάν είναι η όλη ιστορία- μα δεν μπορεί να έρθει μαζί σας το συναίσθημα, δεν μπορεί να σας ακολουθήσει γιατί δεν μπορείτε να το διατηρήσετε, να την κάνετε να ανθίσει και να μετουσιωθεί σε κάτι πιο σταθερό.
Σιγοτραγουδάς νοσταλγικά τους στίχους και σκέφτεσαι πως αλλού εγώ τράβηξα και αλλού με πηγαίνεις, αλλιώς σε φαντάστηκα και άλλο μου βγαίνεις, ποτέ σου δε ρίσκαρες και πώς να πιστέψεις, ποιο μέλλον μου συζητάς αν το παρόν δεν αντέξεις… Καταλαβαίνεις τώρα πως κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας για να δούμε καλύτερα το ποιοι ήμασταν, ποιοι υπήρξαμε, τι αποζητάμε και ποιοι μπορούν να συμβαδίσουν με το όνειρο μας;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη