«Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν εκείνους που δεν τους θέλει κανείς» παραδέχτηκε ο Ντίνος (Γιώργος Παπαπαύλου) στο «Αυτή η νύχτα μένει» πετώντας στα μούτρα μας μια αλήθεια που αρνούμαστε καιρό ν’ αποδεχτούμε. Ένας άνδρας που ντύνεται σαν γυναίκα είναι μια «προσβολή» για την κοινωνία κι όσοι το επιλέγουν πρέπει να αναλογιστούν τις συνέπειες. Ένας άνδρας που έλκεται ερωτικά από άνδρες δεν μπορεί να περιμένει να μην τον χλευάσουν. Ένας άνδρας που βγαίνει ραντεβού με έναν άλλον άνδρα είναι αδύνατο να μην τον στραβοκοιτάξουν. Ένας άνδρας που περπατάει χέρι χέρι με τον σύντροφό του, που θα τον φιλήσει, θα δεχτεί επίθεση γιατί «προκαλεί».
Στην εν λόγω σκηνή έχει προηγηθεί ένα δείπνο με έναν εκ των ατόμων που του επιτέθηκαν, ο οποίος μάλιστα λέει πως τον χτυπούσε με την μεγαλύτερη λύσσα από όλους. Ίσως γιατί δεν μπορούσε να αποδεχτεί το ποιος είναι, ίσως γιατί κι οι υπόλοιποι τον παρακίνησαν κι εάν στεκόταν με το μέρος του, θα δεχόταν κι εκείνος τον χλευασμό και τη βία. Είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνουμε αιώνες τώρα. Χτυπάμε γιατί νιώθουμε αδύναμοι να δούμε αυτό που μέσα μας είμαστε, είναι μια επίθεση προς εμάς και σε όσα θα θέλαμε να πρεσβεύουμε αλλά μας νικάει ο φόβος. Είναι δύσκολο να ξεχωρίζεις όταν όλοι σου λένε πως πρέπει να έχεις μια συγκεκριμένη εικόνα, μια συγκεκριμένη σεξουαλικότητα, μια συγκεκριμένη ζωή.
Ένας άνδρας, σε μια τοξικά αρρενωπή και βαθιά ομοφοβική κοινωνία δεν μπορεί, εάν θελήσει, να ντυθεί σαν γυναίκα γιατί είναι ψέμα πως έχει πολλές επιλογές επειδή γεννήθηκε με ένα συγκεκριμένο βιολογικό φύλο. Ο Ντίνος παραδέχεται στην κατάθεση του πως «από την ημέρα που γεννήθηκα μου επιτίθενται». Από τον βίαιο πατέρα, τώρα έχει πέσει στα χέρια της βίαιης καθημερινότητας. Εκείνος μπορεί να ντύνεται σαν γυναίκα μόνο πάνω στην σκηνή, όπου μπορεί να δείξει ποιος πραγματικά είναι, ενώ ο Αλέξανδρος (Γιάννης Εγγλέζος) με τη στολή του αστυνομικού, δεν μπορεί να δείξει ποιος πραγματικά είναι πουθενά. Ακόμα κι όταν του παίρνει κατάθεση στέκεται μακριά του, σαν να φοβάται μήπως παρασυρθεί κι αφεθεί. Όταν τον πλησιάζει, τον κοιτάει στα μάτια και δε λέει τίποτα, μήπως και πει κάτι που θα εννοεί αληθινά. Όταν ο Ντίνος τον φιλάει, εκείνος απομακρύνεται, μήπως κάτι μέσα του δεν τον αφήσει να κρατήσει αποστάσεις. Είναι δύο άνθρωποι που δεν μπορούν να φανερώσουν τον εαυτό τους γιατί κανείς δεν τους εγγυάται πως θα είναι καλά, αφού το κάνουν.
Ο Ντίνος λέει (και ξαναλέει αργότερα στο νυχτερινό κέντρο) πως δεν κλαίει, πως οι πληγές οι εσωτερικές είναι εκείνες που τον πονάνε περισσότερο κι όχι οι εξωτερικές γρατσουνιές. Αλλά πόσο επώδυνο είναι για έναν άνθρωπο να μην μπορεί να κλάψει, να μην έχει ούτε τη δύναμη, αλλά ούτε και τον χώρο να το κάνει. Να μην έχει κάποιον ώμο να πάρει μια ανάσα και να ζει συνέχεια με τον φόβο μήπως κάποιος τον δει έτσι όπως θέλει να είναι. Γιατί μετά απ’ όλα αυτά, ποιον μπορεί να εμπιστευτεί και να ξέρει πως δε θα τον πληγώσει, από τη στιγμή που βλέπει έμπρακτα πως η ίδια η κοινωνία αφήνει εκείνους που του στέρησαν κάθε δικαίωμα, ελεύθερους;
Μπορεί η σειρά να διαδραματίζεται το 1984, αλλά οι σκηνές είναι ίδιες και το 2023. Οι αντιδράσεις του κόσμου δε φαίνεται να έχουν αλλάξει, απλώς συχνά τώρα κρύβονται στα πληκτρολόγια, όσο οι αρχές κάνουν τα στραβά μάτια. Κι αν καταφέρουν να μιλήσουν και καταδείξουν τα εγκλήματα αυτά, στις περισσότερες περιπτώσεις δε γίνεται τίποτα κι αφήνεται κάθε περίπτωση βίας να χαθεί στη λήθη των συνειδήσεων. Γιατί ν’ ασχοληθούν με κάτι που ξέρουν ήδη πως θα προκαλέσει έναν χλευασμό, υβριστικούς χαρακτηρισμούς κι αποστροφή;
Όμως, ακόμα κι η αδιαφορία είναι βία, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Το να στρέφουμε το κεφάλι μας όταν βρίζουν συνανθρώπους μας στον δρόμο ή τους χτυπούν στα σοκάκια, μας κάνει συνένοχους. Ξαφνικά όλοι σιωπούν, κανείς δεν είδε τίποτα, κανείς δεν άκουσε τίποτα και κανείς απ’ ό,τι φαίνεται δε θα μάθει ποτέ τίποτα. Εμείς δε θα μάθουμε ποτέ να προστατευόμαστε και να προστατεύουμε; Κάθε τέτοιο περιστατικό βίας, ομοφοβίας και τρανσφοβίας, είναι μια απάντηση σε όσους λένε πως δεν έχουμε ανάγκη το pride, σε όσους υποστηρίζουν πως ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία και σε όσους λένε πως όλοι είμαστε ίσοι. Τίποτα αυτά δε φαίνεται να ισχύει, αλλά και τίποτα απ’ αυτά δε δείχνει πως αλλάζει. Οι Ντίνοι αυτής της κοινωνίας θα γυρνούν σπίτια τους με αίματα στο πρόσωπο κι οι Αλέξανδροι θα κρύβονται πίσω από μια στολή, πίσω από ένα επάγγελμα, πίσω από μια καθωσπρέπει οικογένεια. Γιατί δεν είμαστε άξιοι να τους προσφέρουμε κάτι παραπάνω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου