Μετά το αποτυχημένο αστείο του Jo Koy στα Golden Globes σχετικά με το ότι «το Όπενχαιμερ είναι βασισμένο σε ένα βιβλίο βραβευμένο με Πούλιτζερ και η Μπάρμπι μιλάει για μια πλαστική κούκλα με μεγάλο στήθος», κάποιος θα πίστευε πως η ταινία έδειξε στην πράξη όλα τα μηνύματα που θα ήθελε να περάσει, αλλά ίσως δεν ήταν αρκετό. Κι αυτό γιατί, στις υποψηφιότητες για τα φετινά Όσκαρ, μπορεί μεταξύ άλλων να βρέθηκε και η Billie Eilish μαζί με τον συνεργάτη της Finneas για το τραγούδι “What Was I Made For?” που «έντυσε» τόσο συγκινητικά την ταινία της Barbie., όμως, το παράδοξο είναι πως ούτε η παραγωγός – πρωταγωνίστρια Margot Robbie αλλά ούτε και η σκηνοθέτιδα Greta Gerwig δεν προτάθηκαν για Όσκαρ, σε αντίθεση με τον Ryan Gosling, ο οποίος είναι υποψήφιος για Όσκαρ Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του ως Ken. Μια ταινία κατά της πατριαρχίας, βραβεύεται για το σύμβολο της πατριαρχίας: Τέλειο;

Ο Gosling, δήλωσε με αφορμή τη γνωστοποίηση της υποψηφιότητάς του πως «ενάντια όλες τις πιθανότητες, με τίποτα άλλο από μερικές άψυχες, λιγοφορεμένες κι ευτυχώς χωρίς καβάλο κούκλες, μας έκαναν να γελάμε, μας ράγισαν τις καρδιές, ώθησαν τον πολιτισμό κι έγραψαν ιστορία. Το έργο τους θα πρέπει να αναγνωριστεί μαζί με τους άλλους πολύ άξιους υποψηφίους» aλλά και πως «δεν υπάρχει ταινία Barbie χωρίς την Γκρέτα Γκέργουιν και την Μάργκοτ Ρόμπι, τους δύο ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για αυτή την ταινία που έγραψε ιστορία και γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση».

Μπορεί το τραγούδι του Κεν να μας απέδειξε πως πράγματι είναι «αρκετός» και δίχως την Μπάρμπι, όμως τα Όσκαρ -και κοινώς το σύστημα-, κάνουν τα πάντα για να αποδείξουν πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την Barbie. Μάλλον, η Ακαδημία δεν μπήκε στον κόπο να μελετήσει το ίδιο προσεκτικά το τραγούδι της Billie Eilish -ύμνο στο girlhood- που μας δίνει ακριβώς αυτή την οπτική και μας ρωτάει, ουσιαστικά, με στίχους που όπως είπε και η στιχουργός έγραψε μονάχα σκεπτόμενη την ταινία, «ποιος είναι, άραγε, ο σκοπός τους σε αυτή τη ζωή;». Όπως δεν μπήκε και ποτέ στη διαδικασία να κατανοήσει το βάθος της ταινίας, επιλέγοντας να τη βαφτίσει επιφανειακή.

Από έναν κόσμο «πλαστικό», ίσως φανταστικό και «παιδικό» όπου τίποτα κακό δε θα έπρεπε να συμβαίνει, κάθε γυναίκα μεταφέρεται σε έναν άλλον, πιο απαιτητικό, βίαιο, σκληρό, πολύ συχνά εξαιρετικά άδικο, που την τοποθετεί κάτω από ένα γυάλινο ταβάνι. Σε έναν κόσμο που δεν ξέρει ακριβώς ποια είναι η «θέση» της, ποιος είναι ο ρόλος που πρέπει να υπηρετήσει. «Πότε σταμάτησε η χαρά/είμαι λυπημένη ξανά/μην το πείτε στο αγόρι μου/δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτό», λέει το ρεφρέν. Γιατί οι γυναίκες δεν πρέπει να μιλάνε για τα προβλήματά τους, χρειάζεται πάντα να χαμογελάνε και να είναι ευχάριστες, να είναι πάντα περιποιημένες και να μη φέρνουν αντιρρήσεις όταν χάνουν βραβεύσεις για τον κόπο τους και το μήνυμα που θέλουν να περάσουν.

Αν θέλουμε να είμαστε, λοιπόν, ειλικρινείς, αυτό που ουσιαστικά «έβλαψε» την Μπάρμπι είναι ότι δεν ανταποκρίθηκε στα συναισθήματα του Κεν. Να αφήσουν τα Όσκαρ τέτοια κατάφωρη αδικία να συμβεί; Ποτέ! Γιατί να μη βραβεύσουμε το μοναδικό σύμβολο τοξικής αρρενωπότητας σε μια ταινία όπου τα κορίτσια ψάχνουν να ανακαλύψουν τον εαυτό τους, μέσα σε έναν κόσμο που ήδη έχει για εκείνες προκαθορισμένες θέσεις που οφείλουν να υπηρετήσουν αναφορικά με όσα προστάζουν οι άνδρες; Δε σας ακούγεται φοβερά λογικό; Πώς αλλιώς θα αποφασιστεί το «πόσο αξίζουν, πόσο μετράνε ως άνθρωποι», πώς γίνεται, όσα θέλουν, να είναι το ίδιο σεβαστά με τα όνειρα και τις διακρίσεις των ανδρών;

Η συνειδητοποίηση του πόσο μέσα στη ζωή είναι μια τόσο εξωφρενικά “πλαστική” ταινία, είναι σχεδόν σοκαριστική. Έχοντας στ’ αυτιά μας τη φωνή της Billie, λοιπόν, που θρηνεί, ας αφήσουμε τις σκέψεις, που πολλές φορές μπορεί να κρύβουν εκείνο το υπαρξιακό ερώτημα που ταλαιπωρεί κάθε ανθρώπινη ψυχή σε τούτο τον κόσμο, να μας θυμίζει για ποιον λόγο παλεύουμε. Ας γίνει (και) αυτό, ο λόγος να αναζητήσουμε τη θέση μας στον κόσμο. Κι ίσως τότε, να καταφέρουμε να βρούμε τη χαρά, όσο ενοχλητικό και εάν είναι για κάποιους.

Αφιερωμένο στις Μπάρμπι και στους Κεν.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου