Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το τέλος του απέδειξαν πως η εξουσία, ακόμα και στην πιο τραγική κι απάνθρωπη εκδοχή της μπορεί να εξαλειφθεί. Απέδειξαν πως οι άνθρωποι μισούν και λατρεύουν την εξουσία: κανείς δεν έχει αποφασίσει ακόμα εάν είναι καλή ή κακή κι ίσως ποτέ δε θα καταφέρουμε να δώσουμε σαφή απάντηση. Απέδειξαν πως οι κοινωνίες έχουν ανάγκη την εξουσία, για να δουν μέχρι πού μπορούν να φτάσουν και μέχρι πού μπορούν ν’ αντέξουν. Απέδειξαν πως όταν η εξουσία γίνεται καταπιεστική, οι άνθρωποι φωνάξουν. Μα η εξουσία έχει τη δύναμη να τους κάνει να σιωπήσουν. Πως οι άνθρωποι με εξουσία έχουν τα χειριστικά μέσα και την απαραίτητη ισχύ, για να μας δείξουν -ακόμα κι όταν δεν το καταλαβαίνουμε- πως είμαστε ευάλωτοι απέναντί τους. Εάν συμφωνήσαμε όλοι με την προηγούμενη διατύπωση σημαίνει πως έχουν καταφέρει να μας χορηγήσουν την απαισιοδοξία της ευαλωτότητας κι εμείς δε μιλάμε πια γιατί καταλάβαμε· καταλάβαμε πως θα χάσουμε.
Δεκαέξι χρόνια μετά (1961) από το ιστορικό γεγονός που αναφέραμε, ο κοινωνικός ψυχολόγος St. Milgram διεξήγαγε στο πανεπιστήμιο του Yale το εξής πείραμα για να αποδείξει αφενός την τυφλή υπακοή των τότε ανθρώπων στον Χίτλερ κι αφετέρου να καταδείξει πως αυτό δεν ήταν ένα μεμονωμένο ιστορικό φαινόμενο αλλά μια εκρηκτική ένδειξη της υποταγής στην εξουσία. Στο πείραμα Behind the shock machine όλοι οι συμμετέχοντες καλούνταν να καθίσουν σε ένα γραφείο μαζί με τον υπεύθυνο καθηγητή και να θέτουν ερωτήσεις σε ένα άτομο στο απέναντι δωμάτιο, χωρίς να μπορούν να το δουν παρά μόνο να ακούσουν τις απαντήσεις που τους έδινε. Σε περίπτωση λάθος απάντησης πατώντας ένα κουμπί, του προκαλούσαν από μικρό μέχρι θανατηφόρο ηλεκτροσόκ κλιμακωτά – φυσικά χωρίς αυτό να είναι αληθινό. Το 65% των ατόμων συνέχιζαν να προκαλούσαν ψεύτικο ηλεκτροσόκ, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου σταματούσαν να ακούν τη φωνή της απέναντι πλευράς κι υπέθεταν πως δεν άντεξε. Όλα αυτά, εξαιτίας του γεγονότος ότι τους το υπέδειξε ένας άνδρας με λευκή ποδιά.
Λευκή ποδιά, άνδρας, καθηγητής, υπεύθυνος· στο μυαλό τους όλα αυτά συμπυκνώνονταν σε μία λέξη: εξουσία. Ακόμα και σε ορισμένα σημεία όπου ο συμμετέχων ένιωσε πως έπρεπε να σταματήσει, ο καθηγητής τον προέτρεψε να μη σταματήσει με φράσεις όπως «συνεχίστε, σας παρακαλώ πρέπει να συνεχίσετε, δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσετε». Το 2015 το πείραμα επαναλήφθηκε από το Πανεπιστήμιο Κοινωνικών κι Ανθρωπιστικών Σπουδών της Πολωνίας, όπου διαπίστωσαν πως το 90% (!) των ατόμων δε δίστασαν να προκαλέσουν το υψηλότερο επίπεδο ηλεκτροσόκ. Ενώ λοιπόν οι επιστήμονες περίμεναν πως το ποσοστό του 1961 θα μειωνόταν, η πραγματικότητα έδειξε το αντίθετο.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων είναι ικανή να προκαλέσει τόση σωματική οδύνη σ’ έναν άνθρωπο που δε γνωρίζει, αλλά φαντάζεται πως του δημιουργεί μεγάλο πόνο. Αυτό όμως δε συνέβη επειδή όλοι ήταν ψυχολογικά ασταθείς και μαζοχιστές. Συνέβη λόγω εξουσίας. Το θεωρούσαν όλοι σχεδόν αυτονόητο πως εφόσον κάποιος με θέση ισχύος τους το υπέδειξε, εκείνοι δεν μπορούσαν παρά να πράξουν αναλόγως. Εκείνοι απλώς υπάκουαν τις διαταγές, όπως τις υπάκουσε κι ο Άιχμαν (συνταγματάρχης των SS, ο δημιουργός του Ολοκαυτώματος), όπως τις υπάκουσαν και οι οπαδοί του Φράνκο και του Μεταξά και του Μουσολίνι. Όπως θα τις υπακούσει αι ο αστυνομικός σήμερα που θα χτυπήσει τους διαδηλωτές, όπως θα τις υπακούσει και ο πολιτικός που δε θα δώσει επιδόματα στους ανέργους, όπως θα τις υπακούσει κι ο συνοριοφύλακας που δε θα αφήσει τον μετανάστη να περάσει στη χώρα.
Όλοι μας θα υπακούσουμε κάποιον ανώτερο με τις αντίστοιχες συνέπειες: το κράτος, την εκκλησία, την οικογένεια, τον προϊστάμενο, τον σύζυγο, τον άνδρα (απλώς επειδή ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία); Αλλά κι οι ανώτεροι προσπαθούν να βρουν κάτι ανώτερο να υπακούσουν ή να μας κάνουν να το πιστέψουμε όπως εξωλογικές, θειικές δυνάμεις- πουη εξουσία είναι δοσμένη από την αρχή του κόσμου και μη αμφισβητήσιμη. Αλλά όλες έτσι δεν είναι;
Υποτασσόμαστε γιατί μας είναι και χρήσιμο. Δίνουμε κάτι για να λάβουμε κάτι άλλο. Οι νόμοι μας προστατεύουν οπότε υπακούμε το κράτος. Η οικογένειά μας κλείνει στους κόλπους της και μας αποδέχεται οπότε δεν της αντιμιλάμε. Φοβόμαστε να μη χάσουμε τη δουλειά μας οπότε, δεν εναντιωνόμαστε στο αφεντικό μας. Αποφεύγουμε να χαλάσουμε το πρότυπο της υπάκουης γυναίκας ή του δυνατού άνδρα και υπομένουμε μια κακοποιητική σχέση. Όμως όλα αυτά αλλάζουν όταν είσαι γυναίκα, όταν έχεις διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα εκτός του στρέιτ, όταν κατάγεσαι από άλλη χώρα, όταν είσαι άλλης εθνικότητας, όταν ανήκεις σε οικονομικά κατώτερη τάξη, όταν υποστηρίζεις άλλο θρήσκευμα. Εάν είσαι κάτι άλλο πέρα από λευκός άνδρας με προτίμηση στις γυναίκες και μια υψηλή κοινωνικό οικονομική θέση, τότε η πραγματική εξουσία δε σου ανήκει.
Υποτασσόμαστε λοιπόν. Συμφιλιωνόμαστε με την εξουσία του χρήματος και την ενισχύουμε, δεν παλεύουμε την εξουσία των ΜΜΕ γιατί μας φαίνεται αδιάφορη, συνηθίζουμε την εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης γιατί δεν μπορούμε να μπλέξουμε, δεχόμαστε την εξουσία των ανώτερων στην δουλειά, στην κοινωνία, στο σπίτι μας γιατί, έτσι είναι τα πράγματα. Με μια πολύ απλή δικαιολογία αποφασίζουμε να πατήσουμε το κουμπί για να προκαλέσουμε ηλεκτροσόκ, ξεχνώντας πως πολλές φορές αυτό κατευθύνεται σε εμάς. Στην αρχή νιώθουμε μια ενόχληση αλλά το προσπερνάμε, έπειτα μας πονάει όλο και περισσότερο, όλο και πιο έντονα, οπότε φωνάζουμε, κλαίμε, παραπονιόμαστε, ικετεύουμε και στο τέλος είμαστε τόσο μουδιασμένοι που δεν αντιδρούμε καν.
Αυτό που δεν προλαβαίνουμε να καταλάβουμε είναι πως η κάθε εξουσία θέλει να μας σοκάρει τόσο πολύ, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε πλέον τα χτυπήματα κι εάν περιμένουμε κάποιο αίσθημα στοιχειώδους ανθρωπιάς από μέρους τους για ν’ αλλάξουν τα πράγματα, τότε θα παραμείνουμε για πάντα με μώλωπες. Η εξουσία είναι ηδονιστική και κανείς δε θα την παραδώσει απλόχερα -ούτε καν εμείς εάν την κατείχαμε- οπότε υπομένουμε μέχρι να επιβιώσουμε; Ίσως. Ίσως και να παλέψουμε όσο αντέχουμε. Ίσως και να σκεφτούμε πώς θα ήταν ένας κόσμος δίχως εξουσία. Μπορεί να είναι και κάτι το ουτοπικό αλλά εάν κάτι μας συγκρατεί είναι οι ιδέες και η ηθική μας. Οπότε μπορούμε να επιλέξουμε: θα πατήσουμε το κουμπί του ηλεκτροσόκ;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου