Έχετε αναρωτηθεί ποτέ εάν ο πόλεμος σταματάει τον έρωτα; Εάν ένας πραγματικός πόλεμος που δεν παραλληλίζεται μ’ εκείνον αλλά έχει θύματα στους δρόμους κι αίμα να κυλάει ανάμεσα σε ζωντανά σώματα; Οι άνθρωποι περπατούσαν, χόρευαν στα σπίτια τους, άκουγαν μουσική, μιλούσαν για χαζά ή και σοβαρά πράγματα, έκλαιγαν, μισούσαν, λάτρευαν και περιέργως ερωτεύονταν. Ακόμα κι όταν άνθρωποι σφάζονταν.
Κανείς δε θα έπρεπε να τους κάνει να νιώθουν άσχημα ή ενοχικά που είχαν τη δύναμη να σιωπήσουν λίγο τα όπλα και να φιλήσουν ο ένας τον άλλον. Μπορεί να μη συναντήσουμε ξανά τέτοιο παροξυσμό στην ιστορία, τέτοιο ηχηρό χαστούκι στο σύμπαν και τέτοια αδιαφορία στην κακία. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, μια ματωμένη Κυριακή, οι άνθρωποι -μη σας φανεί παράξενο ή αδιανόητο- ερωτεύονταν. Βαθιά, παθιασμένα κι απόλυτα. Όπως πάλευαν.
Μπορεί ν’ ανήκαν στους «σοβιετικούς» ή στους «σωτήριους συμμάχους», να ήταν Γερμανοί που κρυμμένα αγάπησαν την Ελλάδα και να έμειναν εδώ (αφού κατάφεραν να επιβιώσουν), να ήταν απλοί άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν σ’ αυτή τη διαμάχη ή ιδεαλιστές που είχαν να χάσουν πολλά. Μπορεί να υπήρχε ρομαντισμός και μια άλλη ατμόσφαιρα, που ζεσταίνει λίγο το κρύο και κάνει τις καρδιές των ανθρώπων ν’ ανοίγουν. Γιατί όταν ερωτεύτηκαν δε ρώτησαν την καρδιά προς τα πού χτυπάει πιο δυνατά: δεξιά ή αριστερά. Εκείνη ήξερε πως χτυπάει απευθείας και δεν αστοχεί, ξέρει την κατάλληλη στιγμή πόσο μακριά πρέπει να είναι το όπλο και πότε ν’ αφήσει τη σκανδάλη.
Χιλιάδες άνθρωποι στο χώμα, κάτω από το χώμα, μέσα στα χώματα λασπωμένοι, να μην μπορούν να φιλήσουν πια, να μην μπορούν να ευτυχήσουν ή να πονέσουν. Όχι από τον έρωτα, αλλά τα πυρά. Κι όμως ο παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει, όλοι πίστευαν πως τα δεινά μιας δεύτερης, γενικής μανίας παροξυσμού ανήκαν σ’ ένα πολύ σαθρό παρελθόν. Αλλά κανείς δε μας είχε πει πως δεν τυφλώνει μόνο ο έρωτας αλλά και η λαιμαργία της εξουσίας, η άσβεστη ανάγκη μας για όλο και περισσότερα. Οπότε, επειδή δεν μπορούσαμε πλέον να τσακωθούμε με τους άλλους, ξεκινήσαμε να παλεύουμε μεταξύ μας. Γιατί είναι στη φύση μας να καταστρέφουμε ό,τι αγαπάμε.
Ή μπορεί να είναι στη φύση κάποιων ανθρώπων ν’ αγαπούν μέσα στην καταστροφή και το χάος, να μη λογαριάζουν πατρίδες και συμφέροντα, παρατάξεις, διατάξεις και καταστάσεις. Να βλέπουν τον έρωτα σαν κάτι που όλοι πρέπει να σέβονται και να υποχωρούν ενώπιόν του, να σκύβουν το κεφάλι και να ζητούν συγχώρεση που δεν του επέτρεψαν ν’ ανθίσει όπως έπρεπε. Κι όμως, ο πόλεμος εκείνος, άφησε να ζήσει ένας Δεκέμβρης που δεν είχε πολλά φώτα και γλυκά, που είχε μια δυσωδία στον αέρα και δεν είχε τη γεύση του μελιού, που άνθρωποι πέθαιναν και λίγοι γεννιόνταν, που άφησε μια αιματηρή γεύση. Αλλά δε σταμάτησε τους ερωτευμένους. Εκείνοι βρίσκονταν ακόμα κι όταν τα πυρά ανταλλάσσονταν σαν πεφταστέρια. Εκείνοι βρήκαν τρόπο και ξετρύπωσαν από την πραγματικότητα αλλά κι η πραγματικότητα έφυγε από μέσα τους, σαν τους άφησε λίγο χρόνο για να αισθανθούν όπως όταν ήταν ελεύθεροι.
Ίσως δε γράφτηκε ποτέ πως ήταν παράνομο να ερωτευτούν, αλλά έτσι έμοιαζε. Θα φαινόταν υποδεέστερος ο έρωτας μέσα σ’ έναν πόλεμο· μέσα σε ζωές που χάνονται και σε κλάματα μανάδων πώς θα φώναζαν πως αγαπούσαν ο ένας τον άλλον; Επαναστατικό και προκλητικό, ίσως επικίνδυνο και με κατάληξη επώδυνη. Θα τους κοίταζαν περίεργα και κάποιοι σίγουρα θα τους μισούσαν. «Είναι καιροί αυτοί τώρα για έρωτες;» κι όλοι με τα όπλα στο χέρι, τα μάτια ξάγρυπνα και το πρόσωπο παγερό ίσως απαντούσαν πως «όχι». Αλλά θα ήταν μια ενδόμυχη ανακούφιση να ξέρουν πως ακόμα οι άνθρωποι έχουν καρδιά. Πως κάποιοι μπορούν να τη χαρίσουν σε κάποιον άλλον χωρίς να την ξεριζώσουν.
Γιατί κάποιων τα σπίτια δεν είχαν κλείσει, ούτε κι οι καρδιές τους, ούτε τα χάδια τους είχαν στερέψει αλλά ούτε κι οι έρωτές τους. Θα ήταν ψέμα να λέγαμε πως είχαν μείνει απαράλλαχτοι αλλά δεν είχαν πεθάνει, σαν να κρατούσαν την τελευταία ανάσα -ποτέ τους δεν ξεψύχησαν. Ίσως αγάπησαν λίγο παραπάνω γιατί το είχαν ανάγκη ή κράτησαν κοντά τον άνθρωπό τους λίγο παραπάνω, με τον φόβο μην και την επόμενη μέρα τον χάσουν. Όμως, δεν τον λησμόνησαν, δεν τον έδιωξαν, ούτε τον απέφευγαν. Τον καλοδέχτηκαν και του άναψαν το τζάκι, του έδωσαν λίγο χαμομήλι και τον κράτησαν μακριά από τους θορύβους και τον όχλο.
Ο έρωτας δεν ταιριάζει στην ασχήμια του πολέμου, παρ’ όλο που όσο πιο κοντά τον κοιτάμε, τόσο περισσότερο του μοιάζει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου