«Ὁ φόβος,/ ὄνομα οὐσιαστικόν /στην ἀρχή ἑνικός ἀριθμός /και μετά πληθυντικός· οἱ φόβοι./ Οἱ φόβοι /για όλα ἀπὸ δῶ και πέρα.» (Κική Δημουλά)
Ο φόβος είναι αυτό το ευμετάβλητο στοιχείο με τις πολλές ενδυμασίες που μας κινεί προς ορισμένες κατευθύνσεις αφού πρώτα πλάσει στο μυαλό μας τα φαντασιακά του σενάρια που θα μας μετατρέψουν σε υποχείριά του. Θα μας δώσει στοιχεία της πραγματικότητας αναμειγμένα με δηλητήριο. Μέσα του θα τρέμουμε τη μοναξιά αδυνατώντας να απολαμβάνουμε την παρέα του εαυτού μας, το «άγνωστο» μονοπάτι της ζωής που δίχως κάποιον δίπλα μας θα χαθούμε και την πιθανότητα μίας άλλης αλήθειας, αφού μας κλείνει γλυκά τα μάτια από το να την οραματιστούμε. Στο σημείο αυτό, οι διαπροσωπικές μας σχέσεις στηρίζονται σε μια στρεβλή οπτική για εμάς και για τον άλλον: αυτή που προστάζει πως δίχως εκείνον είμαστε χαμένοι!
Ένας «εκείνος» που ενσαρκώνει αόριστα είτε τον άλλον, είτε τον προσωπικό μας φόβο, ποτέ όμως εμάς τους ίδιους. Εμείς για τους φόβους μας είμαστε αναλώσιμοι. Ακολουθούμε πιστά αυτό το μονοπάτι γιατί υπόσχεται μονιμότητα, πιστεύουμε πως μέσα του θα έχουμε πάντα κάποιον να μας κρατά το χέρι, για ποιο λόγο, ποτέ δε ρωτήσαμε, φοβηθήκαμε πολύ την απάντηση. Μας έβλεπαν κάποιοι που προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από εκείνον, να τραβήξουμε μακριά το κράτημά μας, να σπάσουμε αυτή την άρρωστη σχέση μαζί του, αλλά εμείς οι ίδιοι φοβηθήκαμε να τον ονοματίσουμε ως μη υγιή.
Αλλά στη θέση αυτού του φόβου, θα υπάρχει πάντοτε η υγιής σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε μαζί του. Ένας διαφορετικός φόβος που, ίσως κακώς τον χαρακτηρίζουμε με αυτό το ουσιαστικό γιατί αρχικά ανησυχεί για τον εαυτό μας, τοποθετεί προτεραιότητες και προειδοποιητικά σημάδια. Μας κοιτάζει κατάματα αλλά εμείς δεν τρέχουμε μακριά του, ούτε σκύβουμε το κεφάλι. Αντιθέτως, τον παρατηρούμε προσεκτικά, τον απομακρύνουμε λίγο από κοντά μας, τον αρνούμαστε, αναπνέουμε μακριά του, τον αποδομούμε δίχως να συγχυζόμαστε και μετά, στο τέλος, τον εκλογικεύουμε. Μαθαίνουμε από αυτόν και συνεχίζουμε να συναντάμε κι άλλους που δε φαίνονται τόσο απειλητικοί όσο οι πρώτοι. Όμως εδώ δε συναντήσαμε καμία σχέση, γιατί οι τελευταίες δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται από αυτόν.
«Λέει η τσιγγάνα: “Διαβάζω χρήματα/ μέσα στον ύπνο σου/ έχεις μια ζωή πυκνή/ γεμάτη χιόνι/ όμως δεν ξέρω/πότε θα/ γλιστρήσεις πέρα”» (Μίλτος Σαχτούρης)
Στη λέξη «χρήματα» άλλοι βλέπουν φήμη και πλούτη, άλλοι τα θεωρούν κάλυψη ή ανάγκη, άλλοι πιστεύουν ότι είναι διαφυγή, σε άλλους έρχεται στο μυαλό η υποταγή και η εκμετάλλευση, σε άλλους το καμπανάκι του χρόνου που τούς λέει πως πρέπει να τα ξοδέψουν γρήγορα κι άλλοι αντικρίζουν δύναμη. Λίγοι είναι εκείνοι που λατρεύουν τα χρήματα λόγω της ιδιότητάς τους ως απλά πράγματα κι όμως, στοιβάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις πάνω σε ετοιμόρροπους, χάρτινους πύργους. Μιλώντας για «χρήματα» όμως δεν εννοούμε πραγματικά χαρτονομίσματα και κέρματα, αλίμονο σε όσους ζητούν χρήματα για την αγάπη. Αναφερόμαστε στις «απολαβές», σε όλα εκείνα που δημιουργεί άθελά της μια σχέση μας προσφέρει: στοργή, τρυφερότητα, θαυμασμό, αυτοεπιβεβαίωση, ένα προσδιοριστικό επίθετο ή ουσιαστικό, ακόμα και μια κοινωνική θέση. Θέλουμε να έχουμε κάποιον δίπλα μας για να μπορούμε να καθοριζόμαστε, να υπάρχουμε κι εμείς, έστω και στη σκιά του άλλου.
Στη ζωή όμως θα γνωρίσουμε κι άλλες «απολαβές», εάν τις ονομάσουμε έτσι, οι οποίες είναι περισσότερο σαν επουράνιες απολαύσεις, δοσμένες σε εμάς τους θνητούς από την καρδιά του άλλου ανθρώπου. Μεταμεσονύχτιες συζητήσεις κι όνειρα, παθιασμένα και διακριτικά φιλιά, προστατευτικοί εναγκαλισμοί Τα πρώτα και τα τελευταία βλέμματα της ημέρας, νυκτερινές ικεσίες σε πρόσωπα που είναι τόσο πραγματικά όσο κι εμείς. Τα βαλάντια των σχέσεων δε μετριούνται με αριθμούς αλλά με στιγμές, πράξεις και υποσχέσεις, με καθησυχαστικές λέξεις κι απορίες που θα λέγονται φωναχτά. Πότε πιστέψαμε την απόλυτη ησυχία σε μία σχέση; Τα χαμόγελα που συγχρονίζονται κάποιες στιγμές σβήνουν και τα σώματα αποκολλώνται αλλά αυτό που μετράει είναι να ενωθούν ξανά, όχι με χαλκό αλλά με χρυσάφι.
«Η αγάπη δεν είναι μπακάλικο. Nα μετράς τι έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος.Ή δίνεις από την ψυχή σου και βγάζεις τον σκασμό. Ή κάτσε στη γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.» (Αλκυόνη Παπαδάκη)
Φτάσαμε αισίως (;) στην αγάπη, εκεί που θεωρούμε πως όλα πλέον μπορούν να διαδραματιστούν με τον τρόπο ακριβώς που πρέπει. Κι όμως, έχουμε γνωρίσει τον ναρκισσισμό, βαφτίζοντάς τον «αγάπη για τον εαυτό», όπως και μια διεστραμμένη ιδέα της αγάπης για εξουσία και κτήση πάνω στον άλλον άνθρωπο, μια σκοτεινή όψη της που αφορά τον «εθισμό» στον άλλον, μία τυφλή υπακοή σε ένα θεοποιημένο από εμάς άτομο. Παρατηρούμε εκείνους που χρειάζονται απεγνωσμένα έναν ήλιο για να τους φωτίσει, που ίσως θα τυφλώσει τους πάντες και θα μπορούν να κρυφτούν ανενόχλητοι πίσω του. Μα υπάρχει πιο λαμπερός ήλιος από την αγάπη; Την προσφέρουμε με μια ευφράδεια στα χείλη, τη δίνουμε σε πράγματα κι ανθρώπους πιστεύοντας πως θα την αξιοποιήσουν καταλλήλως αλλά τη σώζουμε ματωμένη ή τη χάνουμε για πάντα.
Ξεχνάμε να ψάξουμε τη σημασία της, τα σημάδια της πάνω μας, το αίσθημα που μας προκαλεί, ακόμα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή μας μπορούμε να παραδεχτούμε πως δεν τους αγαπάμε όλους κι αυτή είναι μία πολύ ορθή μας απόφαση. Η αγάπη, παρά την λανθασμένη πεποίθηση που έχουμε, δεν είναι μια δυνατότητα του μυαλού αλλά μια ικανότητα της ψυχής· πρέπει να μας αποδείξουμε ότι είμαστε ικανοί να αγαπήσουμε και έτοιμοι να δεχτούμε την αγάπη. Εκείνη που θα μας ταιριάζει, γιατί δεν είναι εγωιστική σαν τον έρωτα που αναφέρεται στο εγώ αλλά στοχεύει στο εμείς.
Φόβος-Απολαβές-Αγάπη: τα θεμελιώδη στοιχεία από τα οποία αναδύεται μία ανθρώπινη σχέση κι από τα οποία καταστρέφεται. Υπάρχει φόβος για την αγάπη ή ακόμη, αγάπη για τον φόβο; Θέληση για απολαβή της αγάπης ως μερίδιο ή τον φόβο ως πληρωμή για την αγάπη; Η συνύπαρξη όλων αυτών κρίνεται κάπως ανύπαρκτη, σαν να μη θέλουμε να τοποθετήσουμε το ένα δίπλα στο άλλο αλλά στην πραγματικότητα υφαίνουμε μερικές φορές, λεπτές γραμμές κι από τα τρία (ίσως περισσότερο από την αγάπη για να πείσουμε τον εαυτό μας) αλλά πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να αποτελείται όλο το δημιούργημα από την τελευταία, στην υγιή της μορφή. Πόσα πρέπει να ξηλώσουμε (από μέσα μας) μέχρι να το πετύχουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου