«Χαλάλι, τόσοι παιδομοί για μιά τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη.»
Αυτή η σκέψη – φράση ανήκει στον Πρίαμο τη στιγμή που αντικρίζει για πρώτη φορά την Ωραία Ελένη. Ο Όμηρος, σκοπίμως δεν περιγράφει στη συνέχεια της Ιλιάδας το πώς πραγματικά μοιάζει αυτή η γυναίκα, η οποία θεωρείται η πιο όμορφη από όλες κι ενσαρκώνει την έννοια του κάλλους. Αυτό μπορούμε να το εξετάσουμε μέσα από μια διάλεξη που είχε κάνει ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης αναφορικά με αυτό ακριβώς το θέμα. Ένα ζήτημα που ξεκινά από μια από τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες της αρχαιοελληνικής ποίησης, που ποτέ δε μάθαμε (και μάλλον έτσι θα παραμείνει) πώς, έστω και λίγο, μοιάζει.
Η μόνη γνώση που μας παρέχεται για εκείνη είναι πως μοιάζει «φρικτά» με τις θεές- ένα χαρακτηριστικό που φαντάζει παράταιρο για μια θεϊκή σχεδόν παρουσία, η οποία, σύμφωνα με τον μύθο, ήταν κόρη του Δία. Η ομορφιά της δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο, αλλά ούτε και κάτι το απλό, δεν ήταν μια ακόμα πολύ εντυπωσιακή γυναίκα την οποία θα κοιτούσε κάποιος και θα θαμπωνόταν για λίγο. Ήταν εκείνη που θα τη σκέφτονταν για ώρες, χρόνια, αιώνες σχεδόν και θα μιλούσαν για το κάλλος της. Το κάλλος, που σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι η αρχή του τρομερού, αλλά τρομερό με τη σημασία του εξαιρετικού (θετικού) ή του τρομακτικού; Κάτι που σκοτώνει, κάτι που προκαλεί ακόμα κι ολόκληρους πολέμους, αφού δεν υπάρχει τίποτα πιο καταλυτικό από την ομορφιά όταν αυτή συνδυάζεται με τον έρωτα. Όπως όμως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, είναι κι εκείνη τραγική και καταστροφική.
Για τον Fechner το «ωραίο» είναι οι σωστές αναλογίες, η αρμονία στη φύση, στους ανθρώπους και στα πράγματα γύρω μας. Ο Kant, πάλι, πιστεύει πως μέσα του (στο «ωραίο») ελλοχεύει ο κίνδυνος, πως κάτι που μας καθηλώνει και μας «παγώνει», μας αφήνει μετέωρους. Είναι σαν να στεκόμαστε στο χείλος μιας πλαγιάς και σκεφτόμαστε να πέσουμε, μπροστά σε μια εικόνα τρομαχτική αλλά με θέα πολύ όμορφη για να την απορρίψουμε. Μιλώντας για όλα αυτά, αποτυπώνεται κάτι στο μυαλό μας, ένα σκηνικό σαν αφηρημένη ιδέα ή και σχεδόν απτό. Όχι όμως η Ωραία Ελένη. Εκείνη είναι «ένα πουκάμισο αδειανό», μια Νεφέλη που υπάρχει μονάχα σαν φαντασιακή ύπαρξη, ένας στόχος των Ελλήνων για κατάκτηση.
Ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως σκόπιμα η Ελένη δε θα αποκτήσει ποτέ αληθινή όψη (ίσως γιατί δεν είναι πραγματική), πάντα θα είναι αυτό το άπιαστο και το ακατάληπτο αλλά και συνυφασμένο με το ανήθικο. Η Ωραία Ελένη ήταν μια μοιχαλίδα, μια άπιστη σύζυγος που εξαιτίας της ένας ολόκληρος λαός πολέμησε και σκοτώθηκε. Αξίζει όμως όλος αυτός ο «πανικός» για την ομορφιά; Οι ποιητές θα έλεγαν πως δεν υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο για να πολεμήσει κανείς. Στη λογική του Ομήρου, ίσως να είναι παράνομο μια τόσο όμορφη γυναίκα να ανήκει μονάχα σε έναν άνδρα. Αλλά και η ίδια η ομορφιά, δεν πρέπει να ανήκει σε όλον τον κόσμο;
Ίσως ο σκοπός που ποτέ δεν περιγράφηκε η Ωραία Ελένη, λοιπόν, είναι να την πλάσουμε εμείς οι ίδιοι στο μυαλό μας όπως την οραματιζόμαστε. Δε χρειάζεται να μας πει ο ποιητής για το ύψος της, το χρώμα των μαλλιών της ή το σχήμα των ματιών της. Αρκεί που ξέρουμε πως μπορούσε να κάνει χιλιάδες ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες, να μιλούν για εκείνη ακόμα και σήμερα, που ενέπνευσε ποιητές, φιλοσόφους να γράψουν για εκείνη και να την έχουν ως μούσα τους. Μπορεί τίποτα πάνω της να μην είναι αντικειμενικά όμορφο, μπορεί να είναι η πιο καθημερινή γυναίκα που όμως έχει κάτι το εξαιρετικό πάνω της, στην όψη της και στην αύρα της. Είναι το ιδανικό της ομορφιάς που είναι ξεχωριστό σε κάθε άνθρωπο, είναι το μυαλό μας το ίδιο, που εκείνη τη στιγμή οραματίζεται κι ονειρεύεται. Η ομορφιά που μας ανήκει.
Αλλά το κάλλος είναι κτήση; Θα ήταν δυνατόν να το χαρακτηρίσουμε με αυτόν τον τρόπο; Κι άραγε, θέλουμε να ανήκει μονάχα σε εμάς κάτι το εξαιρετικά όμορφο και το εξαίσιο, κάτι που όλοι επιθυμούν και δεν μπορούν να το έχουν, ή θέλουμε να τους συμπεριλάβουμε στο να το αποκτήσουν; Όπως κρατάμε φυλαγμένα τα πολύτιμα κοσμήματα και τους μοναδικούς πίνακες, θέλουμε δίπλα μας να είναι δικός μας ένας όμορφος άνθρωπος. Ένα άτομο που προκαλεί τον θαυμασμό, που είναι εντυπωσιακό, ελκύει την προσοχή και μας κάνει να το παρατηρούμε, να θέλουμε να αποτυπώσουμε την εικόνα του στο μυαλό μας.
Είναι εκείνοι οι περαστικοί που θέλουμε να τους φωτογραφίσουμε ή να τους ζωγραφίσουμε, να αποτυπώσουμε έστω και με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά της στιγμής για πάντα. Αλλά σπάνια τολμάμε να το κάνουμε, γιατί πάντα η ομορφιά θα μας τρομάζει, θα μας θέτει ένα βήμα πίσω, θα μας κάνει να αμφισβητούμε τα όσα με περίσσιο θάρρος θέλαμε. Είναι τα πιο όμορφα λουλούδια που φοβόμαστε να κόψουμε μήπως και χάσουν λίγη από τη λάμψη τους, αλλά ταυτόχρονα είμαστε σκληροί με εκείνα ή τα απαιτούμε σε προθήκες. Είναι οι πιο όμορφές μας σχέσεις που μας αγχώνουν και πολλές φορές τρέμουμε τόσο, που απομακρυνόμαστε από εκείνες.
Ίσως κάθε μέρα, να είναι μια αφορμή, με ή χωρίς την Ωραία Ελένη, να αντιληφθούμε πως η ομορφιά αυτού του κόσμου δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα, γιατί η πιο όμορφη θάλασσα/είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει./Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα./Τις πιο όμορφες μέρες μας/δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω το πιο όμορφο απ’ όλα,/δε στο `χω πει ακόμα (Ναζίμ Χικμέτ).
Φωτογραφία από την ταινία Troy.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου