Η αγάπη δε χαρίζεται αλλά ούτε κι αγοράζεται· το μάθαμε αυτό πολύ νωρίς στη ζωή μας και το εμπεδώσαμε πολύ αργότερα. Η αγάπη έχει εικόνες και ήχους, ανθρώπους και καρδιές, ψυχές που ενώνονται κι εξυψώνονται. Καταλάβαμε πως είναι εκείνα τα καθόλου τυχαία βλέμματα, οι μυστικές εκδηλώσεις λατρείας, το απαρατήρητο κλείσιμο του ματιού, τα μπερδεμένα χέρια που ίπτανται αλλά είναι τόσο σταθερά, τα γέλια που προσπαθούν να κρυφτούν, τα μαλλιά που πέφτουν παιδικά στα πρόσωπά τους. όλα αυτά που αδυνατούμε να επιλέξουμε να πραγματοποιηθούν με ένα μαγικό ραβδί γιατί πολύ απλά και λυπητερά, η αγάπη είναι ένας κύκλος. Μια μοναχική ολοκλήρωση που άλλοτε νιώθει λειψή κι άλλοτε πλήρης, πάντα όμως όταν τη σκεφτόμαστε ποτέ δεν είναι μόνη της. Πάντα έχει και μία άλλη, εξίσου κυκλική ύπαρξη δίπλα της- γιατί η αγάπη χρειάζεται δύο, σωστά;

Μιλάμε για ανιδιοτέλεια κι έλλειψη εγωισμού, την ίδια στιγμή που αποζητούμε την κατάργηση του ενός και την επιβεβαίωση του άλλου. Επιθυμούμε εξαρχής τον άλλον: να είναι μαζί μας, να στέκεται μαζί μας, να αισθάνεται μαζί μας, να γελάει και να κλαίει μαζί μας, να υπάρχει μαζί μας. Σε όλα αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ένα μονάχα, γιατί επί της ουσίας αυτό χρειαζόμαστε. Έχουμε ανάγκη μια επικύρωση της αγάπης μας, ένα καθρεπτίζον «σ’ αγαπώ» σε όλα μας τα ερωτήματα, χειροκροτήματα και πανηγυρισμούς. Να φωνάξουμε για εκείνον και να κανείς να μην μπορεί να μας πει πως κάνουμε λάθος. Κι εδώ έγκειται το σφάλμα μας, η δυσνόητη φύση της αγάπης, τα όρια με τον έρωτα, τα σύνορα με τον εαυτό μας και τον άλλον (κι όλα αυτά μαζί); Η αγάπη μας οφείλει στο μυαλό μας να είναι μεγαλειώδης και το πιο σπουδαίο φυσικά, είναι να υπάρχει σύγκληση συναισθημάτων. Μια μετωπική σύγκρουση που θα δημιουργεί κάτι νέο, μια έντονη έκρηξη που μετά θα αποκτήσει την ήπια συχνότητά της.

 

 

Κι όμως ένας άνθρωπος που αγαπά μοιάζει περισσότερο με μια παράλληλη γραμμή. Χρειάζεται και μια ακόμα για να χαρακτηριστεί παράλληλη αλλά μονάχα ως δεδομένο, ως υποκείμενο πόθου, λατρείας, έρωτα είναι απαραίτητος ο άλλος άνθρωπος. Είναι μια ασταθής σταθερά γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα αποφασίσει να πάψει να βρίσκεται αντικριστά, αλλά για εμάς στέκεται πάντα εκεί, σαν σκέψη, συναίσθημα, ελπίδα, ανάμνηση. Μπορούμε, άλλωστε, να αγαπάμε κάποιον δίχως να μας αγαπάει και εκείνος.

Η αγάπη μαθαίνεται με πολλούς τρόπους κι ο πιο όμορφος είναι ο βιωματικός. Εάν ήταν μάθημα, θα είχε σίγουρα πολλές θεωρίες και ακόμα περισσότερες πρακτικές ασκήσεις, μα τα αποτελέσματα θα τα υπολογίζαμε πάντα στο περίπου. Εάν ήταν επάγγελμα, θα απαντούσαμε πως «ασχολούμαστε με τις τυχαίες συναντήσεις ατόμων που άλλαξαν τη ζωή τους» κι ίσως δε θα ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρα δουλειά- ποιος μπορεί να βρεθεί τόσο αντιμέτωπος με τον εαυτό του;

Εάν ζητούσαμε από τους ανθρώπους γύρω μας να μας πουν τι θεωρούν αγάπη, θα ήταν αδύνατο να τα καταγράψουμε όλα. Για κάποιους είναι τα πάντα, ολόκληρη η ζωή τους είναι δομημένη στην αναζήτηση κι εύρεση της αγάπης. Για άλλους είναι μεμονωμένα γεγονότα και στιγμές, όλη τους η πραγματικότητα κρύβεται σε ένα λεύκωμα φωτογραφιών κι ενθυμήσεων. Για μερικούς είναι ένα όνομα, ένα πρόσωπο, μια χροιά κι ένα άγγιγμα. Η αγάπη μπορεί να γίνει τόσο σύνθετη και τόσο απλή, χαοτική και προσιτή, μα ποτέ αδιάφορη.

Το βίωμα της αγάπης, η σίγουρη αίσθηση και η ώριμη αντίληψη πως αγαπάμε ειλικρινά, απαιτεί αφοσίωση και νηφαλιότητα. Ποτέ δεν είναι μεθυστική, κανείς δεν μπορεί να διακηρύξει πως η αγάπη λειτουργεί σαν ηδύποτο. Εκείνη παραμένει, σπάει, ραγίζει, χάνεται, κερδίζεται, οπλίζεται με δύναμη, προσπαθεί και σκέφτεται, έχει λογική και ψυχή μέσα της, καρδιά και μυαλό- είναι σχεδόν ανθρώπινη. Γεμάτη από πληγές που της χάρισαν γνώση, χρωματισμένη πολύχρωμα, με λέξεις που συγκράτησε κι ονόματα που θυμάται. Κρατά σφικτά τα πάντα: από εκείνους που την πλήγωσαν ανεπανόρθωτα μέχρι αυτούς που την έκαναν να πιστέψει ξανά στους ανθρώπους. Στέκεται κάποιες φορές λίγο φοβισμένη κι άλλες πιο βέβαιη.

Η αγάπη πάντα μορφοποιούσε τα αόριστα στοιχεία του σύμπαντος, προσδίδοντάς τους ένα γήινο νόημα, γεμάτο αλήθεια και υπόσταση. Είχε ανέκαθεν την τάση να επιδιώκει τα όρια, το σχηματισμό ενός πεδίου δράσης της (ακόμα κι εάν αυτό είναι απροσδιόριστο) κι ίσως γι’ αυτό να απαιτεί αυτοκυριαρχία η εμπειρία της. Καμία αγνή αγάπη δεν παύει να σέβεται τον εαυτό της τόσο, όσο και τον άλλον.

«Άφησέ με να έρθω μαζί σου», ζητάμε παρακλητικά από εκείνον αλλά πότε θα καταλάβουμε πως δεν είναι στο χέρι του να μας πάρει μαζί του; Αυτή την ανηφόρα πρέπει να την περπατήσουμε μόνοι μας, να παρατηρήσουμε και να αφουγκραστούμε, να είμαστε έτοιμοι για όλα εκείνα που έρχονται αλλά και για όλα αυτά που θα φύγουν. Άλλωστε, η προσπάθεια της αγάπης δε γίνεται από όλους, αλλά κι από εκείνους όπου πραγματοποιείται, δεν επιτυγχάνεται πάντα γιατί είναι η μόνη που εξαρτάται από εμάς τους ίδιους.

Αξίζει να υπάρξουμε για να αγαπήσουμε και κυρίως για να μάθουμε να αγαπάμε (τον εαυτό μας πρώτα κι έπειτα τους άλλους). Ποιος ξέρει εν τέλει εάν οι παράλληλες γραμμές καταφέρουν να αγαπηθούν δίχως να συγχωνευτούν κάποια στιγμή σε μία;

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου