Μία κινηματογραφική λήψη παρουσιάζει ένα ζευγάρι να στέκεται πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Η κάμερα όμως σταδιακά απομακρύνεται και βλέπουμε πως απλώς παρατηρούσαμε μία στιγμιαία σκηνή που οι δύο εραστές βρίσκονταν ένα βήμα μονάχα πιο κοντά -δεν μπορούσαν καν να αγγίξουν ο ένας τον άλλον. Εάν παρακολουθούσαμε όλη τους την «ταινία» θα βλέπαμε πως ήταν σαν να χορεύουν από απόσταση: ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω και όλα αυτά ξανά από την αρχή. Αυτό λοιπόν που οι πρωταγωνιστές κάνουν είναι να εστιάζουν (να πλησιάζουν) αρχικά ο ένας στον άλλον και έπειτα να ξεμακραίνουν (να φεύγουν) -όπως και ο φακός που τους καταγράφει. Η τεχνική αυτή ονομάζεται fade in και fade out και θα λέγαμε ψέματα εάν υποστηρίζαμε πως υπήρχε μόνο στις αίθουσες προβολής ταινιών και όχι στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Υπάρχουν φορές που δύο άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως θα μπορούσαν να είναι μαζί -ή τουλάχιστον να παρατηρήσουν αυτή την πιθανότητα και όμως το πείραμα αυτό γίνεται με έναν κάπως παράδοξο τρόπο: με μία μεταφορική (;) ψυχρολουσία στη συμπεριφορά τους. Τη στιγμή που προσπαθούν να μάθουν τα πάντα για σένα, να σε γοητεύσουν με κομπλιμέντα, να παλέψουν να επικοινωνήσουν με κάθε τρόπο και να συνδεθούν μαζί σου, την αμέσως επόμενη (που μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα ώρα) όλα αλλάζουν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Αδιαφορία, έλλειψη προσοχής, περιορισμένες συζητήσεις και κάθε τι που θα καταδεικνύει μία εντελώς διαφορετική από την εκ πρώτης όψεως συμπεριφορά. Η απόσταση όμως από την πλήρη αφοσίωση στην σταδιακή απομάκρυνση δεν είναι τόσο δύσκολος ούτε και δυσεύρετος δρόμος. Το ερώτημα όμως που πλανάται στην ατμόσφαιρα είναι ένα περίτρανο μεγαλεπήβολο «γιατί»!
Ακόμα και εάν αυτή η ερώτηση υπάρχει στο μυαλό μας, η έκφρασή της στο άλλο άτομο θα προκαλέσει αυτό ακριβώς που προσπαθούμε να αποφύγουμε: τον φόβο και την εξαφάνισή του. Οι άνθρωποι που επιλέγουν να μην εκθέτουν με έμμεσο ή ξεκάθαρο τρόπο τα συναισθήματα ή τις προθέσεις τους διακατέχονται από μία όχι και τόσο καλά κρυμμένη ανασφάλεια. Είτε αφορά την έλλειψη σιγουριάς πως ο άλλος θα συμβαδίσει με εκείνον, είτε φοβάται μία πιθανότητα σχέσης για την οποία δεν είναι έτοιμος ή ακόμα και εάν υπάρχει αναποφασιστικότητα αναφορικά με τα δικά του «θέλω», το αποτέλεσμα είναι ένα: σύγχυση. Απόψεις που περιπλέκονται, αμφιλεγόμενα μηνύματα, δεύτερες σκέψεις, ανάκληση μνήμης για την εξέταση των γεγονότων· θυμίζει περισσότερο την εξονυχιστική ανάλυση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος στην προσπάθεια εύρεσης του δολοφόνου προτού μας αποκαλυφθεί από τον συγγραφέα. Μα το χειρότερο είναι πως εάν βρισκόμαστε εμείς στη θέση αυτή -του αστυνομικού ή του εγκληματία-, κάποιος άλλος γράφει την πλοκή άρα και το τέλος για εμάς -ο πρωταγωνιστής λοιπόν (όσο σημαντικός και εάν είναι) κρίνεται πάντα από την πένα κάποιου άλλου.
Όπως και εκείνοι, έτσι κι εμείς καταλαβαίνουμε πως αυτό που πονάει περισσότερο είναι η αδυναμία επιλογής. Το γεγονός πως απλώς συμβαίνει μία μέρα αυτός ο άνθρωπος να εξαφανιστεί από τη ζωή μας και μία άλλη να επανέλθει με μαγικό τρόπο· εδώ είναι μία από τις περιπτώσεις που οι εκπλήξεις προκαλούν δυσφορία και όχι χαμόγελα. Το ερωτικό αυτό παιχνίδι που δημιουργεί άλυτα ερωτήματα, προκλητικά μυστήρια και μία περιπετειώδη ατμόσφαιρα αποτελεί με βεβαιότητα μία τεχνική προσέλκυσης του άλλου, ένα παιχνίδι γεμάτο γρίφους που θα μετατρέψουν τους πάντες σε πιόνια, όλα υποταγμένα στο κυνήγι απόκτησης του άλλου. Όμως η αλήθεια είναι πως κάποιοι μπορεί να έχουν εφησυχαστεί σε αυτή την προσωρινή αναζήτηση και να αποφεύγουν (να προσπαθούν) να δημιουργούν βαθύτερες και ουσιαστικότερες σχέσεις. Θα μπορούσε να μεταφραστεί ως φόβος δέσμευσης ή ακόμα και έκθεσης του πραγματικού εαυτού ή ίσως θα ήταν και μία ένδειξη ανάγκης συνεχούς προσοχής και ανατροφοδότησης του εγωισμού. Ένας άνθρωπος που προσπαθεί συνεχώς να επιβεβαιώνεται για την επίδραση που έχει στους άλλους έχει ανάγκη από υποψήφιους συντρόφους που για ένα χρονικό διάστημα θα καλύπτουν το «εγώ» του και όταν αυτό παύσει θα προχωρούν σε κάποιον επόμενο.
Η ρομαντική διάσταση του έρωτα έχει μετατραπεί σε ένα μέσο για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπιμοτήτων, ενώ η εξιδανίκευση του άλλου πραγματοποιείται μονάχα για να επικροτηθεί ο επιφανειακός εαυτός. Η αναποφασιστικότητα των συναισθημάτων είναι κάτι θεμιτό και φυσικό, μία προσωπική αναζήτηση του ατόμου για να αντιληφθεί την πραγματικότητα αλλά διαφέρει από τη θέληση του ατόμου για έναν αγώνα που δε θα είναι μόνιμος συμμετέχοντας αλλά θα βρίσκεται περιστασιακά στην αρένα. Το ζήτημα είναι πως κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να βρεθεί στη θέση του «αντιπάλου» αναμένοντας τη στιγμή που ο άλλος θα είναι σε θέση να του απονείμει το μετάλλιο της αποκλειστικής προσοχής. Οι άνθρωποι χρειάζονται τους ανθρώπους από τη στιγμή που τους συμπεριφέρονται με ηθικό τρόπο και η ηθική δε συνίσταται πάντα σε αξίες αλλά κυρίως σε δυνατότητες και ειδικότερα σε εκείνη της ειλικρίνειας. Εφόσον υπάρχει ειλικρίνεια με τον εαυτό μας για το τι πρόκειται να κάνουμε αλλά και σιγουριά για τα πιστεύω μας, ίσως η θυσία για κάτι εφήμερα αβέβαιο μας ωθήσει σε καταστάσεις που απομακρύνονται από τον ίδιο μας τον χαρακτήρα -και αυτό θα πονέσει περισσότερο από την ξαφνική φυγή.
Ο φακός στέκεται πολύ μακριά πλέον -φαίνονται μονάχα δύο κουκίδες, δύο γεμάτες ψυχή, εάν κάποιος πήγαινε την κάμερα προς το κεντρικό σημείο θα έβλεπε όσο προχωρούσε ένα μαύρο (ό,τι χρώμα και εάν υπήρχε τριγύρω), θα έχανε ουσιαστικά τους δύο ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν στο κάδρο. Έρεβος. Χάος. Άγνωστο. Οι τρεις αυτές λέξεις ίσως περιγράφουν καλύτερα και παραστατικότερα την ουσία της κατάστασης. Τα πάντα είναι ρευστά και οι εναλλαγές τόσο απότομες που ακόμα και οι θεατές δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Άραγε, αυτές οι δύο τελείες μπορούν υπό από αυτές τις συνθήκες να δουν ποτέ πραγματικά η μία την άλλη;
Τίτλοι τέλους
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.