Μονάχα τη νύχτα καταλαβαίνουμε τι εννοούσε ο Καρούζος όταν έλεγε πως εκείνη «συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη/ τη σιωπή με σέβας ανατέμνει». Όταν είμαστε στα σπίτια μας, στριμωγμένοι όμορφα κι άτσαλα στα μικρά μας διαμερίσματα, χωρίς να μας νοιάζει το χάος που βρίσκεται στο πάτωμα ή στο κεφάλι μας, γιατί η νύχτα μάς δέχεται έτσι όπως ακριβώς είμαστε.
Παρατάμε για λίγο τις άμυνές μας κι ηρεμούμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε αλλά σίγουρα παύουμε να προσπαθούμε και παραδινόμαστε, σαν να μη μας μένει να κάνουμε κάτι παραπάνω κι αυτό είναι το πιο λυτρωτικό απ’ όλα. Πλέον δε νιώθουμε να πνιγόμαστε τόσο, ή να θέλουμε να ξεφύγουμε, αλλά γινόμαστε «ένα» με αυτό που αποφεύγαμε όλη μέρα: τη μοναξιά μας, ακόμα κι όταν την μοιραζόμαστε με κάποιον άλλον, ακόμα κι εάν τη μοιραζόμαστε με χιλιάδες άλλους και δεν το ξέρουν καν.
Είναι εκείνοι που βρίσκονται στην πόλη μας, μαζί μας, χωρίς να είναι μαζί μας: μπορεί σαν φυσική παρουσία να μας χωρίζει ένας δρόμος, μια γειτονιά ή μονάχα ένας τοίχος αλλά τους αισθανόμαστε κοντά μας. Σαν να μοιραζόμαστε ένα κοινό μυστικό που είναι μονάχα νεύματα και σιωπές, κάτω από τα φώτα της πόλης που θα φυλάξει και θα κάνει να εξαφανιστούν την επόμενη μέρα, όλα όσα «μαρτυρήσαμε» τη νύχτα.
Είναι οι άτυπες συμφωνίες που κάνουμε με τον εαυτό μας, που μονάχα να υποθέσουμε μπορούμε σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος απέναντι αλλά τον δεχόμαστε, σεβόμαστε πως εκείνη η ώρα έχει μια «ιερότητα». Για εκείνον τον φοιτητή που παλεύει την πτυχιακή του μέχρι τις τέσσερις τα ξημερώματα και δε λέει να σταματήσει να πληκτρολογεί, να σβήνει και να ξαναγράφει ή για εκείνον που χώρισε πριν δύο μέρες και δεν έχει σταματήσει να βάζει στη διαπασών καψουροτράγουδα αλλά δεν μπορούμε να του πούμε τίποτα- λες και δεν τα περάσαμε κι εμείς αυτά; Μπορεί να είναι εκείνη η κοπέλα που ξυπνάει τα μεσάνυχτα σαν να της ήρθε ξαφνικά έμπνευση κι έπρεπε να γράψει, ακόμα κι αν δεν είναι συγγραφέας- κανείς μας δεν ξέρει. Όμορφο είναι κι εκείνο το ζευγάρι που βγαίνει μετά από λίγο στο μπαλκόνι να καπνίσει και να πιει ένα ποτήρι κρασί, μπορεί και δύο κι ο ένας θα κοιτάξει τον άλλον και θα χαμογελάσουν προτού αφεθούν πάλι στην ησυχία της νύχτας.
Μπορεί να τους διακρίνουμε μέσα από σκιές στις κουρτίνες ή να ακούμε τα γέλια και τα κλάματα, αλλά δε λέμε τίποτα, γιατί κανείς μας δε θέλει να σπάσει τη σιωπή ή να εισχωρήσει στα μυστικά του άλλου. Τη νύχτα υπάρχει διακριτικότητα ακόμα κι όταν όλοι είμαστε απροκάλυπτα ο εαυτός μας. Ακόμα κι όταν είμαστε τελείως γυμνοί και χαμένοι στις σκέψεις μας και κοιτάμε το κενό, χωρίς απαραίτητα να περιμένουμε να μας δώσει απαντήσεις, αλλά μας κάνει να αισθανόμαστε μια ασφάλεια. Μια σιγουριά πως τίποτα δεν μπορεί να σπάσει αυτή την ηρεμία που έχουμε όλοι φωλιάσει μέσα της και δε θέλουμε να την αφήσουμε να ξεγλιστρήσει τόσο γρήγορα. Φαίνεται σαν να είμαστε ο καθένας μας παρέα με τη μοναξιά μας, μέσα σε αυτή τη «συνθήκη», βιώνοντας μια κατάσταση όλοι μαζί. Ακόμα κι εάν δεν το αντιλαμβανόμαστε, είμαστε λιγότερο μόνοι γιατί μοιραζόμαστε αυτή την κοινή μοναξιά.
Νεύουμε πού και πού στους περαστικούς ή σε εκείνον τον γείτονα που έχουμε νοητά «ραντεβού» μαζί του κι ας μην του έχουμε μιλήσει ποτέ πρωί κι ας μην ξέρουμε καν το όνομά του· είναι σαν να τον γνωρίζουμε για λίγες στιγμές κι εκείνος εμάς. Δε θα πούμε πολλά, μπορεί να μην πούμε και τίποτα αλλά πάντα το Σάββατο το βράδυ για κάποιον λόγο θα «σκάσουμε» ένα μικρό χαμόγελο ο ένας στον άλλον, πριν χαθούμε και πάλι μέσα στα σπίτια μας, μέσα στις ζωές μας. Τόσο αθόρυβα, όπως βγήκαμε έξω, τόσο ήρεμα μπήκαμε ξανά μέσα στα προσωπικά μας καβούκια, περιμένοντας την επόμενη βραδιά να έρθει να μας επιτρέψει να ανασάνουμε λίγο παραπάνω, να δούμε την πόλη λίγο πιο όμορφη από ό,τι είναι ίσως στην πραγματικότητα. Κι έτσι, μπορεί να αισθανθούμε και τη μοναξιά λιγότερο μόνη από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου