Ερωτεύομαι σημαίνει… αποσιωπητικά, πολλά αποσιωπητικά, κενά όπου ο καθένας μπορεί να προσθέσει οποιαδήποτε λέξη που θα αντιπροσωπεύει κάτι διαφορετικό για εκείνον. Είναι κάπως ποιητικά τα αποσιωπητικά, κρύβουν μια νοσταλγία μέσα τους σαν να αντιπροσωπεύουν κάτι που θα θέλαμε να πούμε μα διστάζαμε, κάτι που θέλαμε να δώσουμε μα το πήραμε αμέσως πίσω και το πιο σημαντικό, είναι κάτι που επιθυμούσαμε και χάσαμε την πιθανότητα να αποκτήσουμε. Όλα αυτά γιατί; Γιατί ο έρωτας είναι πάλη, ένας από τους πιο δύσκολους αγώνες της ζωής, μια συνεχής αμφισβήτηση και μια βαριά απορία που τριγυρνά στο κεφάλι μας σαν Ερινύα- κι όσο μας πονούσαν οι κραυγές της, τόσο μεθούσαμε από τα ακαταλαβίστικα λόγια της ώστε (ειρωνικά) κατέληξε να είναι ένα νανούρισμα για την ψυχή μας.

Αναζητούμε μια ζωή μέσα μας τον άνθρωπο που θα θέλαμε να αγαπήσουμε, τον φανταζόμαστε, τον εξυμνούμε και τον λατρεύουμε δίχως να τον έχουμε δει ποτέ, χωρίς να ξέρουμε εάν αυτός είναι ο κατάλληλος για να εξεγείρει την καρδιά μας- γιατί εν αρχή είναι η ιδέα! Ιδέα για ένα καθόλα ιδανικό άτομο αναφορικά με εμάς, όπου το φανταζόμαστε τόσο έντονα, το έχουμε σκαλίσει στις κρυφές χαραμάδες του νου μας με απόλυτη λεπτομέρεια, αφήνοντας ένα μικρό περιθώριο για την έκπληξη της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα όταν το συναντάμε να φοβόμαστε να ρωτήσουμε αν «είναι αυτό που θέλω».

 

 

Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ απόφασης και χάους, βρίσκεται το δίλημμα. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος που στάθηκε στον δρόμο σου να εξιτάρει το μυαλό σου, ή καλύτερα να συμβαδίζει με την ιδέα του μυαλού σου; Είναι ένας λογικός έρωτας -άραγε να υπήρξε ποτέ λογική μέσα στον έρωτα;- που ταιριάζει με όλα όσα είχαμε ονειρευτεί, ποθήσει με τα χρόνια αλλά πιο ωμά δοσμένο θα λέγαμε πως πρόκειται για έναν συμβατικό έρωτα. Ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό επιλέξαμε το δεύτερο. Από κάποιον κρυμμένο φόβο, λόγω ενός πρωτοφανούς δισταγμού, εξαιτίας της ξαφνικής έλλειψης διεκδίκησης, για μια καλοσχηματισμένη σιγουριά συντρόφου ή μήπως γιατί δεν πιστέψαμε αρκετά πως μπορούμε να τα έχουμε όλα;

Τα διλήμματα καρδιάς είναι επικίνδυνα παιχνίδια που πλάθει ο νους μας μεθοδικά και με προσοχή, παρατηρεί την πραγματικότητα και τα θέλω μας, μας αφήνει σε μια αρχική χαοτική ευδαιμονία με το αίσθημα της παντοδυναμίας κι έπειτα μας προσγειώνει απότομα στη γη λέγοντας πως οι δρόμοι είναι δύο και δεν μπορούμε να επιλέξουμε με σιγουριά τον λιγότερο ταξιδεμένο. Αλλά δε χρειάζεται να υπάρχει επιλογή ανάμεσα σε δύο αναγκαστικά άκρα, μα ούτε και να συγχωνεύουμε τα συναισθήματα της καρδιάς μας με τον άνθρωπο που μπορεί να καταλάβει το μυαλό μας, οπότε κινούμαστε προς κάτι πιο ενδιάμεσο στον έρωτα ή απλώς είναι κι αυτή μια κεκαλυμμένη εκδοχή μιας συμβατικής αλήθειας;

Όσο κι αν μας εξιτάρει η ιδέα ενός καρμικού έρωτα, μιας εικόνας γεμάτης πυροτεχνήματα, με την πρώτη οπτική ίσως απογοητευτούμε από την ίδια μας τη συνειδητά ουτοπική προσδοκία, μα ξεχνούμε πως εμείς κατασκευάζουμε τα θέλω και τα πρέπει μας, άρα μπορούμε και να τα αλλάξουμε. Βλέπουμε έρωτες να χάνονται από την άγνοια και τη φοβική συμπεριφορά για το διαφορετικό αλλά κι άτομα να σώζονται από αυτά τα στοιχεία, να πληγώνονται και να θυμώνουν, να φτάνουν σε σημείο αμφισβήτησης του εαυτού τους· εν αρχή (τελικά) είναι το χάος. Το χάος όχι με μια μυστηριακή διάθεση για να χρωματίσουμε τη λέξη με βαρύγδουπη ιδιότητα, μα γιατί το απόλυτο τίποτα καταλήγει να δημιουργεί τα πάντα!

Κοιτάζουμε μέσα μας και ξεθάβουμε όλα αυτά που πραγματικά και ρεαλιστικά θέλουμε από τη ζωή του έρωτά μας γιατί πάνω από όλα οφείλουμε να καταλάβουμε πως είναι ένας ζωντανός οργανισμός, λυτρωτικός σαν τον έναστρο ουρανό, μας ηρεμεί και μας ωθεί, του δίνουμε τα πάντα και περιμένουμε τα πάντα, όπως κι από τον εαυτό μας. Μοιάζουμε πολύ στον έρωτα που επιλέγουμε να ερωτευθούμε, οπότε καλύτερα να τον επιθυμούμε πραγματικά.

Κανείς δε λέει ποτέ πόσο δύσκολο είναι να κοιτάξεις μέσα σου και να βρεις όλα τα απομεινάρια του παρελθόντος, βαρίδια που δεν υποχρεούμαστε να κουβαλάμε μια ζωή αλλά είναι απαραίτητο να τα αντιμετωπίσουμε γιατί μπορεί ο έρωτας να κολλήσει πάνω τους σαν βδέλλα και να ρουφήξει όλο το αίμα που (μας) απομένει. Κανείς δε συμβουλεύει να είμαστε θαρραλέοι απέναντι στα πιστεύω του έρωτά μας και να μιλάμε για αυτά, να επικοινωνούμε τι αποζητάμε και τι προσδοκούμε- ίσως γιατί έχουμε συνηθίσει να ευχαριστιόμαστε με τα ψίχουλα. Κανείς δε μας επιτρέπει να τα ζητάμε όλα από τον άλλον άνθρωπο γιατί το απόλυτο δεν υπάρχει, αλλά ποιος καθορίζει τι είναι το απόλυτο για τον καθένα;

Τοποθετούμαστε ανάμεσα σε αποφάσεις γιατί κυνηγούμε μια προκαθορισμένη από τις προκαταλήψεις μας τακτική που επιτάσσει να ακολουθούμε τις πρωταρχικές μας παιδικές επιδιώξεις, ενώ αυτό που απαιτείται από εμάς είναι η προσαρμοστικότητα και η ενδοσκόπηση. Να ξέρουμε να βλέπουμε κι εμείς οι ίδιοι μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε, πόσο είμαστε διατεθειμένοι να διορθώσουμε όλα εκείνα που μας κρατούν πίσω και μέχρι πού έχουμε τη δύναμη να ερωτευθούμε. Τα ερωτήματα με το πρώτο σκίρτημα της καρδιάς και την πρώτη σπίθα του μυαλού μπορούν να απαντηθούν σχεδόν μονομιάς, εάν ξέρουμε ποιοι είμαστε. Γιατί εν τέλει, ο έρωτας είναι να ξέρεις ποιος είσαι και τι θέλεις, κανείς άλλος δεν μπορεί να στο απαντήσει αυτό.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου