Μεγαλώσαμε. Μεγάλωσα κι εγώ μαζί σου. Μεγάλωσες κι εσύ με μένα. Δε μας θυμάμαι παιδιά γιατί τότε δε σε είχα γνωρίσει, μα ούτε ήξερα πως ήθελα να σε γνωρίσω, ούτε ήξερα πως εμείς οι δύο έπρεπε να συναντηθούμε για να γίνουμε αυτοί οι άνθρωποι που είμαστε σήμερα. Ίσως να ήταν γραφτό από το σύμπαν, ή μάλλον κίνησα γη κι ουρανό για να σε έχω στη ζωή μου, για να εντυπωθείς στην καθημερινότητά μου. Γιατί θυμάμαι πώς ήταν το «πριν», πώς ήταν πριν εμφανιστείς και μου απέδείξεις πως πολλά αυτονόητα δεν ήταν καθόλου αυτονόητα, πως πολλά όνειρα δεν ήταν απλές ουτοπίες αλλά μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Μου έδειξες πώς ν’ αγαπάω και πως να συναισθάνομαι και πως ο έρωτας δεν είναι περίπλοκος, ούτε πονάει, ούτε χρειάζεται να φωνάζει για να επιβιώσει. Έχει ανάγκη, όπως κάθε άνθρωπος και πράγμα, τη φροντίδα και την αγάπη, το νοιάξιμο και την τρυφερότητα. Κι εσύ δε μου άφησες λεπτό το χέρι, ακόμα κι όταν δεν το κρατούσες, ακόμα κι όταν δεν ήσουν κοντά μου, σε ένιωθα δίπλα μου.
Δε βρισκόσουν πίσω μου, ούτε και μπροστά μου, δε μου έδειξες κάποιον δρόμο σαν παντογνώστης, ούτε και γαντζώθηκες πάνω μου για να σε σώσω. Ήσουν δίπλα μου συνοδοιπόρος, σύντροφος, στήριγμα κι επιβεβαίωση πως εσύ αξίζεις, πως κι εγώ σε αξίζω. Γιατί δεν ήσουν για πολλούς, δεν ήσουν για τα λίγα. Ήσουν εκείνος που μπορούσε να πάει έναν άνθρωπο μπροστά, να τον σπρώξει και να τον ωθήσει να γίνει καλύτερος από αυτό που νομίζει ό,τι είναι. Σ’ ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες. Γιατί κανείς μας δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά εσύ κάπως κούμπωσες μαζί μου, ταίριαξαν όλα εκείνα τα κομμάτια που θεωρούσα ασύμβατα κι εκείνη η στιγμή ήταν που σε θεώρησα «άνθρωπό μου». Ήσουν εκεί όταν βρισκόμουν στα χειρότερά μου κι όταν πετούσα στα ουράνια, δεν έφυγες σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Με βοήθησες να σηκωθώ και να μάθω, να κλείσω τ’ αυτιά μου για λίγο από τις φωνές του κόσμου και ν’ ακούσω τη δική μου. Με άφησες να ζήσω στο έπακρον και να το χαρώ, να προοδεύσω κι εσύ να με κοιτάς μ’ εκείνα τα μάτια που ήξερα πόση αγάπη κρύβουν μέσα τους, γιατί την αισθάνθηκα αυτή τη θέρμη. Ήταν αδύνατον να την αγνοήσω.
Ίσως «φταίει» που το χάδι σου ήταν πάντοτε γλυκό και μ’ έκαιγε μ’ αυτή την ανυπομονησία του ακαριαίου βλέμματος και του λυτρωτικού φιλιού. Ίσως ήταν η αγκαλιά σου που είχε ένα οικείο άρωμα ασφάλειας και σιγουριάς πως «όλα θα τα φτιάξουμε» κι ήξερα πως εσύ θα ήσουν εκεί, δε θα φοβόσουν να παραμείνεις δίπλα μου. Το να μείνω μαζί σου μου έβγαινε αβίαστα, σαν να εξαρτιόμασταν μ’ έναν αυτόνομο τρόπο ο καθένας μας: ήμασταν καλά χωριστά αλλά μαζί ήμασταν ακόμα καλύτερα. Κάτι στην αύρα σου υπήρχε που με έκανε να θέλω να εξελιχθώ, να μην πω πως έχω φτάσει στο τέρμα και να επαναπαυτώ. Αλλά ήταν τόσο φυσική αυτή πορεία του «μεγαλώματος», τόση όμορφη εάν την έβλεπες να χαρτογραφείται. Είχε αυτό το ανθρώπινο μεγαλείο που δεν ήταν τόσο πομπώδες όσο ακούγεται, αλλά είχε μια εσωτερική ικανοποίηση που συγκρινόταν μονάχα με σένα.
Για αυτό μην παραξενεύεσαι εάν κάποιες φορές σε κρατάω λίγο πιο σφιχτά. Συνειδητοποιώ πως είσαι δικός μου ακόμα κι εάν δε μου ανήκεις. Αν σε κοιτάω με εκείνο το ερωτοχτυπημένο μου βλέμμα, αν σε φιλάω σαν να μην ξέρω τα χείλη σου κι αν σε αγγίζω σαν είσαι από πορσελάνη. Μην παραξενεύεσαι εάν κάποιες φορές γράφω ακόμη για σένα και μιλάω σε όλους για σένα χωρίς να το γνωρίζουν. Δημιουργώ την ψευδαίσθηση πως δεν έφυγες ποτέ. Μη μου θυμώνεις όταν κάνω πισωγυρίσματα και χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο- μάθαμε μαζί να συνεχίζουμε όπου κι αν βρισκόμαστε. Μην απορείς που πάντα θα σε θυμάμαι, ούτε κι όταν λέει ο κόσμος πως μεγάλωνα για σένα. Μεγάλωνα για μένα -όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται- αλλά πόσο πιο όμορφο ήταν που μεγαλώσαμε και μάθαμε μαζί, που παλεύαμε μαζί για τα πάθη του ενός και κάποιες φορές και των δυο μας. Σ’ ευχαριστώ που έμεινες κι επέμεινες, που πίστεψες κι έκλαψες, που γέλασες κι αφέθηκες, που έσπασες και φώτισες, που άντεξες κι υπήρξες δίπλα μου. Γιατί από μέσα μου δεν έφυγες ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου