Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’αγναντεύει,

με λαχτάρα τόση στη ματιά,

αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό.

~ Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ (Όσκαρ Ουάιλντ)

 

Το 1977 ο μεταπτυχιακός τότε φοιτητής Jack Lueders-Booth αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια «διαφορετική» φωτογράφιση με τις κρατούμενες του Σωφρονιστικού Καταστήματος Φράμιγχαμ της Μασαχουσέτης, όπου παρά τον γενικό κανόνα πως όλοι ντύνονται με την ίδια ενδυμασία, η προϊσταμένη αποφάσισε να μην τους στερήσει την προσωπικότητά τους και την ταυτότητά τους, επιτρέποντας να φορέσουν τα δικά τους ρούχα. Ο φωτογράφος επέλεξε αρχικά μέσω polaroids να φωτογραφίσει τα προσωπικά τους αντικείμενα που βρίσκονταν στα κελιά κι έπειτα, έχοντας αποκτήσει και μηχανές στιγμιαίας λήψης, οι εικόνες του να αποτυπώνουν τις γυναίκες αυτές, με τα ρούχα που οι ίδιες είχαν επιλέξει. Με αυτόν τον τρόπο, η προσωπική ιδιότητα της κάθε μιας κοπέλας δε διαγραφόταν με το που έμπαιναν φυλακή ή δε χαρακτηριζόταν μόνο από το έγκλημα που είχε διαπράξει, ειδικά όταν αυτό ήταν βαθιά αμφιλεγόμενο.

 

 

Υποστηριζόταν πως πριν το 1970, οι φυλακές αυτές αφορούσαν γυναίκες οι οποίες είχαν φέρει στον κόσμο παιδιά εκτός γάμου (και ναι, τότε ήταν παράνομο για κάποιο λόγο αυτό) τα οποία μπορεί να είχαν προκληθεί είτε από συναινετική συνεύρεση, είτε όχι, μπορεί να υπήρχε η πρόθεση του άνδρα να νυμφευτεί την κοπέλα αλλά εν τέλει αυτό να μην πραγματοποιήθηκε. Με το δικαίωμα στην άμβλωση να έχει έρθει λίγα χρόνια αργότερα (αλλά και σήμερα αμφισβητείται), η κάθε γυναίκα φαίνεται να μην είχε δικαίωμα αυτοδιάθεσης στο σώμα της.

 

 

Έπειτα, ένα άλλο ποσοστό κρατουμένων ήταν σ3ξεργάτριες (κάτι το οποίο από μόνο του ήταν παράβαση), ενώ τα μόνα εγκλήματα που είχαν διαπράξει ποσοστό γυναικών εκεί μέσα, στην πραγματικότητα ήταν κλοπές ή και το γεγονός ότι είχαν βοηθήσει σε άλλες εγκληματικές ενέργειες. Αυτή η φυλακή, λοιπόν, ήταν και για όσες γυναίκες δεν είχαν δεχτεί να δεχτούν μια μοίρα προδεδικασμένη για εκείνες, η οποία θα αποφασιζόταν από την εκάστοτε κοινωνία. Γι’ αυτόν τον λόγο ίσως η υπεύθυνη αποφάσισε να τις επιτρέψει να κρατήσουν τα ρούχα τους ως ένδειξη σεβασμού κι ως υπενθύμιση πως δεν είναι αυτό που τους συνέβη.

Η ένδυση δεν προσδίδει μονάχα στυλ και γίνεται χάριν αισθητικής, άλλωστε, αλλά είναι δείγμα κοινωνικής θέσης, είναι ένας τρόπος έκφρασης των όσων πιστεύουμε και της προσωπικότητάς μας η οποία δεν ήταν ανάγκη να χάνεται μόλις οι κρατούμενες περνούσαν μέσα στα κελιά. Γενικώς, ίσως η στολή και η έλλειψη οποιοδήποτε προσωπικού αντικειμένου που θα μπορούσε να τις κρατήσει σε επαφή με τον έξω κόσμο, δεν είναι η κατάλληλη βοήθεια για να σωφρονιστεί ένας άνθρωπος, πόσω μάλλον στην περίπτωση μιας μητέρας όπου έχει στερηθεί και το παιδί της.

 

 

Η φυλακή δε χρειάζεται να είναι ένα απάνθρωπο μέρος για να εκπληρώσει τον σκοπό της, που είναι να μάθουν τα άτομα που βρίσκονται εκεί πως έσφαλαν, κι έχει την υποχρέωση να βοηθάει και να περιορίζει το έγκλημα, όχι να στερεί την αξιοπρέπεια, αλλά ούτε να έχει αξαιοτικό χαρακτήρα. Μια ελληνική σειρά, μάλιστα, που προσπάθησε να πρωτοτυπήσει αναδεικνύοντας αυτό το σκεπτικό ήταν οι «Στάβλοι της Εριέττας Ζαίμη», ένα κόνσεπτ που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σίγουρα υπήρξε μια επαναστατική κίνηση για την τηλεόραση του τότε, καθώς και για το ξεκάθαρα φεμινιστικό στοιχείο που είχε στο σύνολο η ταυτότητά της. Μέσα σε ένα κωμικό κατά τα άλλα σκηνικό θίγονταν θέματα περί δικαιωμάτων, ελευθερίας και περιορισμού, ενός περιορισμού που όπως έχει αποδειχθεί δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός.

 

 

Όπως και στη φυλακή της Μασαχουσέτης, έτσι και σε εκείνη της Ζαίμη, οι γυναίκες φορούσαν τα δικά τους -μοναδικά- ρούχα κι αυτό θα μπορούσε να είναι μια καλή ιδέα – έμπνευση για τα σύγχρονα ιδρύματα. Τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνταν οι περισσότερες εκεί μέσα ήταν σ3ξουαλικής φύσεως ή απάντηση στην ενδοοικογενειακή βία που δέχονταν, εκτός φυσικά από την Μπόχαλη σ@τ@νίστρια, ή την Ελλάδα Οικονόμου aka τη βαφτιστήρα της Άννας Βίσση, η οποία μπήκε μέσα για κάποια ιατρικά λάθη που είχε κάνει.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν θα μπορούσαμε και σήμερα να λειτουργήσουμε με αυτόν τον τρόπο και εάν αυτή η τακτική θα ήταν βοηθητική στο να μην αποκοπούν άτομα από την κοινωνία, που σκοπός είναι η εν καιρώ επανένταξή τους, ενώ δημιουργεί έναν προβληματισμό αναφορικά με το πόσο έντονα έχουμε καταδικάσει ορισμένες επιλογές των γυναικών, οι οποίες θεωρούνται παράνομες μονάχα όταν γίνονται από εκείνες, την ίδια στιγμή που άνδρες έχουν κάθε δικαίωμα να αποφασίζουν γι’ αυτές. Είναι εν τέλει η δικαιοσύνη τόσο «τυφλή»; Η απάντηση δυστυχώς εμφανίζεται κάθε μέρα.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη