Ο λευκός κύλινδρος που σου έλεγαν οι γονείς σου να προσέχεις και να μείνεις μακριά του, τώρα βρίσκεται στα χέρια σου και τον χαϊδεύεις απαλά μη και σου χαλάσει, μη λυγίσει και πέσει το περιεχόμενό του στο πάτωμα. Προσεκτικός πάντοτε μ’ αυτόν, σαν να είναι κάτι εύθραυστο. Γιατί είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις το πρωί και το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι το βράδυ, είναι το αποχαιρετιστήριο και το καλωσόρισμά σου για κάθε τι νέο. Χωρίζεις και καπνίζεις γιατί και τα δύο σε καταστρέφουν το ίδιο. Ερωτεύεσαι και νιώθεις άνετα να δείξεις τον εθισμό σου, γιατί ο έρωτας δεν είναι μια ακόμα βαρετή ή επαναλαμβανόμενη συνήθεια. Είναι η επίγνωση της καταστροφής και της απελευθέρωσης, είναι μια εγωιστική επανάσταση απέναντι σε όλα όσα σου είπαν να φοβάσαι.
Όλοι σε προειδοποιούν για το τσιγάρο και τις επιπτώσεις του, αλλά κανείς δε σου λέει να προσέχεις τον έρωτα. Γιατί όσο αργά σε καταστρέφει εκείνο άλλο τόσο βασανιστικά σε καθηλώνει ο έρωτας. Μπορεί να τον απεύχεσαι, όπως απεχθάνεσαι το τσιγάρο επειδή φοβάσαι πως εάν το δοκιμάσεις θα σου αρέσει ή γιατί έχεις παθιαστεί με άλλα πράγματα ή ανθρώπους στο παρελθόν. Αλλά σε βρίσκει, όχι πάντα σε κατάλληλη στιγμή ή στην πιο ιδανική της ζωής σου, με τον λάθος άνθρωπο ή με το σωστό, μ’ ένα πάθος όπως δεν το έχεις ξαναζήσει ή με μια ηρεμία που για κάποιο λόγο την αναζητούσες στην καθημερινότητά σου χωρίς να το ξέρεις.
Υπάρχεις κι εσύ που δε ζεις χωρίς αυτό(ν) κι είναι η πιο ειλικρινής δήλωση που έχεις κάνει. Είναι τελετουργία κι ιερή στιγμή. Από τον καπνό που χορεύει προκλητικά μπροστά μέχρι κι η εξουσία που νιώθεις όταν το πατάς για να σβήσει ολοκληρωτικά, φαίνεται να μην μπορεί τίποτα να σ’ αγγίξει και να μην αφήσεις κανέναν να τ’ αγγίξει. Τόση κτητικότητα με τα τσιγάρα και τους έρωτές σου. Σαν να μη θέλεις να καπνίσει άλλος άνθρωπος, σαν να ελπίζεις να μην αγαπήσει τον άλλον κανένας εκτός από σένα, να δείξεις πως εσύ αξίζεις να έχεις τα καλύτερα τσιγάρα και τους πιο παθιασμένους έρωτες. Μονάχα με τον έρωτα σου μοιράζεσαι τα τσιγάρα σου γιατί ίσως μονάχα αυτός τα αξίζει και θες να μοιραστείτε τη θέρμη που προσφέρει. Εκεί που ενώνονται τα σώματα, ενώνονται και τα χείλη για ν’ αφήσουν την ομίχλη να πει όλα όσα εσύ τρέμεις.
Αλλά γνωρίζεις πως υπάρχουν κι εκείνοι που κρύβουν τους έρωτές τους, μήπως και τους κλέψει κανείς και μετά μείνουν με φθηνά τσιγάρα. Εκείνοι περιμένουν τα φώτα να κλείσουν, τις άμυνες να πέσουν, τα καλοκαίρια να έρθουν και το κρασί να συνοδεύσει τη μέθη τους. Αποζητούν λίγο παραπάνω τη μοναξιά του μονόπλευρου έρωτα, εκείνου του κρυφού που φωλιάζει σε μπαλκόνια και μικρά μπαράκια, σε απομακρυσμένες αμμουδιές που μαρτυρά μονάχα το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ένα τσιγάρο δρόμος είναι η διαδρομή μέχρι να φτάσεις κι ένα μακρόσυρτο φιλί για ν’ αντέξεις την ανυπομονησία.
Αν δεν καίγεσαι όπως ο καπνός μέσα στο τσιγάρο, δε γεμίζουν τα πνευμόνια σου με όσον αέρα κλέβεις κι αναπνέεις σαν να πνιγόσουν πριν, τότε δεν ξέρεις να ερωτεύεσαι αληθινά. Μπορεί να πονέσει κάποια στιγμή αλλά όσα αγαπάμε με βίαιο τρόπο, δεν μπορούν να τελειώσουν αλλιώς. Οπότε, μετράμε τον έρωτα και τα τσιγάρα μας; Τα περιορίζουμε και γινόμαστε επιφυλακτικοί μ’ αυτά; Ό,τι αφήνουμε ανεξέλεγκτο, είναι στη φύση του να μας κατατρώει και να μας υποδουλώνει- ακόμα κι ο έρωτας. Πόσο γλυκιά αυτή η υποταγή…
Καπνίζοντας ένα τσιγάρο μαζί, δένεσαι με τον άλλον, μέσα στην ηρεμία σας, του δείχνεις τον χώρο σου και τον προσκαλείς μέσα στη ζωή σου. Τον αφήνεις να σ’ αντικρίσει δίχως άμυνες κι αναστολές, σαν να είναι πιο ειλικρινείς οι άνθρωποι και πιο τρωτοί όταν ερωτεύονται κι όταν καπνίζουν. Μπορεί να φταίει κι αυτό το αίσθημα της μελαγχολίας κι η πεποίθηση της περισυλλογής που αποκτάς όταν κοιτάς το κενό, τον ουρανό ή τα μάτια του άλλου κι απλώς στέκεσαι εκεί πέρα, με όλη τη δύναμη του κόσμου, κάνοντάς τον να πλάθει σενάρια για το αν είναι έστω και μια σκέψη σου απ’ όλες όσες περνούν από το μυαλό σου. «Ας κυριαρχώ εγώ έναντι των άλλων» λέει πάντα ο ένας εθισμός στον άλλον, η μια σκέψη έναντι της άλλης, ο έρωτας παλεύοντας μ’ όλους και με όλα. Οπότε, δεν ξέρω ποια κάψα πρέπει να σβήσεις πρώτα: εκείνη στην άκρη του τσιγάρου ή εκείνη μέσα σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου