«Είναι υπέροχη αίσθηση να βλέπεις ένα τέτοιο άτομο» αναφέρει ο Χέγκελ για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Η προσωπικότητα αυτή για τον Γερμανό στοχαστή κατατάσσεται στους «Μεγάλους Άνδρες» της ιστορίας, ενσαρκώνει το πρότυπο της φιλοσοφίας του και σίγουρα αποτελεί πηγή έμπνευσης για καλλιτεχνικές δημιουργίες. Φέτος, για παράδειγμα, ήταν μια πολύ καλή χρονιά για το σινεμά, μετά την πολυαναμενόμενη διπλή πρεμιέρα του Οπενχάιμερ και της Μπάρμπι, αφού ήρθε στη σκηνή (και στη μεγάλη οθόνη) ο Ρίντλεϊ Σκοτ με τον Χοακίν Φοίνιξ για να μας παρουσιάσουν τη δική τους εκδοχή για τονΝαπολέοντα και με μια πρώτη εκτίμηση μπορούμε να πούμε πως δεν απογοήτευσαν.
Σίγουρα, όποιος ενδιαφέρεται λίγο παραπάνω για την ιστορική συνάφεια είναι πιθανό η ταινία να του ξενίσει, αλλά πρέπει να ξέρουμε πως δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ κι ούτε το παρουσιάζουν ως τέτοιο. Αντιθέτως, από την αυστηρή εικόνα του στρατηλάτη, ενός τόσο σημαντικού άνδρα που δε δίστασε μπροστά στον πόλεμο, βλέπουμε μια πιο «ανθρώπινη» εικόνα του.
Κλείνει τα αυτιά του όταν ακούει τα κανόνια να εκπυρσοκροτούν δίπλα του, αγχώνεται και βλέπουμε την ένταση και την ανησυχία στο πρόσωπό του· ο Χοακίν Φοίνιξ μετά τον «εξανθρωπισμό» του Τζόκερ, δεν παύει να θέλει να φέρει μια πιο ευάλωτη πλευρά στους χαρακτήρες που υποδύεται. Ο Ναπολέοντας δεν είναι μονάχα ένας ικανός στρατηγός που οδήγησε τη Γαλλία (που τόσο αγαπούσε) σε σπουδαίες νίκες, δρώντας με ακριβή σχεδιασμό, αλλά είχε πάθη, εμμονές σχεδόν και σίγουρα δε λειτουργούσε πάντα ψύχραιμα. Ο σκηνοθέτης, μαζί με τον πρωταγωνιστή, κατεβάζουν λίγο τον Ναπολέοντα από το βάθρο και αρχίζουν να δείχνουν τα τρωτά του σημεία, μιλούν για έναν έρωτα που δε χρειάστηκε να σκεφτούν πώς θα τον «φουσκώσουν» για να προσελκύσει το κοινό κι εκφράζουν την υπερβολή που είχε στα πάντα, ακόμα και στις φαντασιώσεις για τη χώρα του και κυρίως, για τον εαυτό του.
Μιας και μιλήσαμε όμως για την (όχι και τόσο) κρυφή προσωπική του ζωή δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την υπέροχη Βανέσα Κίρμπι, όπου πέραν του ότι κι οπτικά φαινόταν να «υπερισχύει» δίπλα στον Ναπολέοντα, κατάφερε να δείξει και πόσο μεγάλη επιρροή είχε η Ζοζεφίνα σ’ εκείνον. Ίσως, οι ερωτικές σκηνές να μην ταίριαζαν με το κλίμα των πολέμων και των διπλωματικών συναντήσεων, όπως επίσης κι οι διάλογοι σε αυτά τα σημεία ήταν κάπως άβολοι, αλλά στην υπόλοιπη ταινία διαφαίνονταν καθαρά και με σαφήνεια η φύση της σχέσης τους. Η καθόλου υγιής φύση της σχέσης τους.
Τα συναισθήματά του για εκείνη ήταν υπερβολικά: τη λάτρευε σχεδόν όσο λάτρευε και τη Γαλλία, γι’ αυτό και στο τέλος της ταινίας αναφέρει την τελευταία φράση: «Η Γαλλία, ο στρατός, ο αρχηγός του στρατού, η Ζοζεφίνα». Ήταν μια θυελλώδης σχέση που πράγματι αποτυπώθηκε με κάθε λεπτομέρεια: από τις απιστίες της, μέχρι τα απελπιστικά ερωτικά γράμματα που της έστελνε και τη φυγή του από το πεδίο της μάχης για να πάει να τη συναντήσει. Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα στη σχέση τους, ίσως να ήταν η αδυναμία της να του χαρίσει ένα διάδοχο. Ωστόσο, ακόμα και τότε, δείχνει με μια συγκλονιστική (κατά τη γνώμη μας) σκηνή ότι, παρ’ όλο που παίρνουν διαζύγιο, έχουν και οι δύο δάκρυα στα μάτια. Όμως, τη στιγμή που εκείνη λυγίζει, εκείνος τη χαστουκίζει λέγοντάς της πως είναι για το καλό της Γαλλίας, πως δεν το κάνει για εκείνον. Οπότε, το ερώτημα που πλανάται σε όλη την ταινία είναι «τι στοίχησε περισσότερο στον Ναπολέοντα;»: το Βατερλώ ή ο χαμός της αγαπημένης του;
«Είσαι ένα τίποτα χωρίς εμένα και τη μητέρα σου» του λέει η Ζοζεφίνα κι εκείνος συμφωνεί· τα mommy issues δε μας αφήνουν να τα παραβλέψουμε και να δούμε πως πέρα από τον χαρακτήρα, όλοι οι Μεγάλοι Άνδρες (για τους οποίους μιλά ο Χέγκελ) δε θα μπορούσαν να είναι σπουδαίοι χωρίς μια τάση για μεγαλομανία. Αυτό που ήξερε εκείνος, ήταν να «πουλάει» τον εαυτό του και τις ιδέες του. Κάπως έτσι, έπεισε τους πάντες πως έκανε παραπάνω από ό,τι έδειξε η ιστορία πως έκανε (χωρίς αυτό αν σημαίνει πως δεν είναι σημαντική προσωπικότητα) και διχάστηκε ανάμεσα στις δύο μεγάλες του αγάπες.
Μπορεί ο Ρίντλεϊ Σκοτ να μην ακολούθησε αυστηρά τα βιβλία της ιστορίας, αλλά μας έδωσε δύο εκπληκτικές σκηνές μάχης. Με 11 κάμερες (!) κι εκατοντάδες ανθρώπους, απέδωσε μια εξαιρετική στρατηγική κίνηση αιφνιδιασμού του Ναπολέοντα. Την ώρα που ο εχθρός ερχόταν προς το μέρος τους με σκοπό να τους επιτεθεί, εκείνος σοφά είχε επιλέξει να τους πυρπολήσει την ώρα που βρίσκονταν πάνω στον πάγο, σκηνή που φάνταζε σαν πίνακας ζωγραφικής. Τα άλογα πνίγονταν μαζί με τους στρατιώτες και χάνονταν μέσα στον πάγο, λες κι η φύση να συνεργάστηκε μαζί του για τα μεγαλόπνοα σχέδιά του.
Όπως και έπειτα, στη μάχη που ήταν το (όχι και τόσο) «κύκνειο άσμα» του, τα στρατεύματα απέναντι το ένα στο άλλο, να καλπάζουν σε μια απέραντη πεδιάδα, με μια σύγκρουση που ήταν ρεαλιστικά αποτυπωμένη. Από εικόνα και σκηνικά, βάζουμε 10/10. Αυτό που ίσως θα μπορούσε να μειώσει λίγο ο σκηνοθέτης ήταν η διάρκεια, όχι τόσο της μάχης, όσο των ερωτικών σκηνών που φάνταζαν «μικρές» απέναντι στο πάθος και στην τρέλα της σκέψης που είχαν οι δύο εραστές, σύζυγοι κι έπειτα, όπως εκείνος επιλέγει να τους χαρακτηρίζει, «φίλοι».
Μέσα σε 61 ημέρες (!) ο σκηνοθέτης του Μονομάχου κατάφερε να μας δείξει τον διχασμό της ιδιάζουσας αυτής προσωπικότητας, ανάμεσα στο καθήκον και στον έρωτα. Στην τελευταία σκηνή, πριν τα λόγια που ξεστόμιζε πριν πεθάνει, ανέφερε όλες τις μάχες που είχε πραγματοποιήσει και τους θανάτους που προκάλεσε. Οπότε, όσο σπουδαίος και εάν χαρακτηρίστηκε, όσο πολύ και εάν αφοσιώθηκε ευλαβικά στην πατρίδα του και στην αγαπημένη του, όσο και εάν εξυμνήθηκε κι έπειτα κατέρρευσε, άξιζε για τόσες ανθρώπινες απώλειες;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου