Στον έρωτα μπορεί να μετράνε λίγο παραπάνω εκείνα τα μικρά πράγματα που περνάνε απαρατήρητα από το γυμνό μάτι, το δίχως έρωτα, εκείνο που βρίσκεται πολύ μακριά από το άτομο που κοιτάζει τον άλλον σαν να θέλει ν’ αποτυπώσει την εικόνα του για πάντα. Μήπως και σου ξεφύγει κάτι και το λησμονήσεις, σαν να θέλεις ν’ αναβιώνεις την κάθε στιγμή μαζί του σαν να συμβαίνει τώρα, ακόμα κι εάν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, ακόμα κι εάν δεν ήταν ποτέ ολοκληρωτικά δικός σου ο άνθρωπος αυτός.
Εάν κάτι αποτυπωθεί στο μυαλό τόσο καθαρά και τόσο έντονα, ίσως πάψει να είναι ψέματα ή πλέον δε θα μπορείς να διακρίνεις την αλήθεια από τη φαντασία. Γιατί στο τέλος, η ανάμνηση του έρωτα μένει ως μια αίσθηση, ένα άρωμα και μια τυχαία λέξη που κάποια στιγμή ειπώθηκε αλλά τη δεδομένη στιγμή σήμαινε τα πάντα. Μπορεί να μην ήταν ένα ηχηρό «σ’ αγαπώ» αλλά κάτι λιγότερο μεγαλοπρεπές και καθημερινό, κάτι πιο απλό και γλυκό. Ίσως ήταν απλώς όμορφο έτσι όπως ακούστηκε από τα συγκεκριμένα χείλη, ήταν η αίσθηση που σου δημιουργούσε όταν στεκόταν δίπλα σου κι ένα άρωμα που όσες φορές κι αν προσπαθείς να το αναζητήσεις αλλού, διαφέρει. Αδυνατείς να μένεις σ’ εκείνα τα τρανταχτά σημεία γιατί αυτά τα βλέπουν όλοι, είναι δεδομένα και φανερά, θα ήταν κάπως άδικο για σένα να έμενες μονάχα σε όσα είναι γνωστά σε όλους.
Είναι οι λεπτομέρειες πάνω στον άνθρωπό σου που σε συναρπάζουν. Ο τρόπος που αγγίζει απαλά το πρόσωπό σου για να σε κοιτάξει στα μάτια να δει εάν είσαι καλά, το μικρό χαμόγελο τα δευτερόλεπτα προτού σε φιλήσει, το γέλιο όταν δε νοιάζεται να δείξει αν χαίρεται, είναι και τα δάχτυλα όταν προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν την κατάλληλη θέση μπλεγμένα με τα δικά σου. Παρατηρείς το πρόσωπο, πόσο γαλήνιο είναι πριν καταλάβει πως το παρατηρείς και τα μάτια όταν σ’ αντικρίζουν μετά από πολύ καιρό, που έχουν μια άλλη λάμψη που δύσκολα την περιγράφει κανείς. Είναι και τα χέρια που σε τραβούν προς την καρδιά- ακόμα και τα πιο απλά πράγματα έχουν τη δύναμη να σε συναρπάσουν. Ο τρόπος που αγγίζει την κούπα του καφέ, το πώς κοιτάει το κενό όταν σκέφτεται, το γόνατο που πάλλεται ελαφρώς όταν αγχώνεται αλλά δε θέλει κανείς να το καταλάβει.
Εκείνα τα αθώα που εάν τα επισημάνεις μπορεί να συμφωνήσει κάποιος μαζί σου ή κάποιος άλλος να πει πως υπάρχουν στην εικόνα σαν υπόβαθρο. Για σένα είναι η εικόνα. Ούτε αποτελούν κάποιες παράπλευρες λεπτομέρειες, είναι η γυμνή αλήθεια του άλλου που διαφαίνεται μέσα από τις κινήσεις του, τον τρόπο με τον οποίο βρίσκεται και κάνει αισθητή την παρουσία του στον χώρο, είναι η αύρα που δημιουργεί στους γύρω του. Οι ιδιαιτερότητες του προσώπου και του ντυσίματός του, από το μαλλί που είναι πάντα άστατο μέχρι τις προσεκτικά διαλεγμένες κάλτσες, τα ρούχα που επιλέγει να φορέσει και ξέρει πως όσο απλά και να είναι, είναι απολύτως ταιριαστά.
Μπορεί να φαίνονται όλα αυτά σαν να τα παρατηρείς εμμονικά αλλά όταν θέλεις τον άλλον και τον αποζητάς, πάνω του όλα αποκτούν μια σημασία. Τα χείλη παύουν να είναι μέρος του σώματος αλλά γίνονται το συνεχές απωθημένο, ακόμα κι όταν αυτό κατακτηθεί. Το σώμα δεν είναι απλώς σάρκα, κρύβει μέσα του όλα όσα φυλάει για τους κοντινούς του ανθρώπους, όλα όσα αντέχει για εκείνους κι όλα τα πράγματα τα οποία επιζητεί ο ίδιος. Κάθε τι, έχει να μαρτυρήσει κάτι στο οποίο μπορείς να πας να κουμπώσεις, να αφεθείς λιγάκι παραπάνω και να το ζήσεις στην ολότητά του.
Να θυμάσαι και να καταγράφεις νοητά όλα εκείνα που σε κάνουν να ερωτεύεσαι ένα άτομο όλο και περισσότερο, να το αποζητάς σαν πηγή έμπνευσης -όχι απαραίτητα για να δημιουργήσεις κάτι νέο- αλλά για να διατηρήσεις την εικόνα του, να τη χτίσεις και να τη σκαλίζεις σιγά σιγά. Γιατί κάποια στιγμή θα ξεθωριάσει, θα αλλάξει αναμφίβολα αλλά ο έρωτας δύσκολα φεύγει από τη μια στιγμή στην άλλη κι ακόμα δυσκολότερα ξεχνιέται ολοσχερώς.
Εκείνες οι λεπτομέρειες μένουν κι η ασφάλεια που σου δημιουργούν όσος καιρός και εάν περάσει, είναι η αίσθηση που δεν έχει μονάχα στο μυαλό σου αλλά και στο σώμα σου, έχει μια θαλπωρή ακόμα κι όταν δε βρίσκεται κοντά σου σαν παρουσία. «Είναι το πρόσωπό που του που κρατάς μέσα στην ψυχή σου, ο ήχος της φωνής του που κρατάς μέσα στο μυαλό σου» και δε λένε να φύγουν γιατί εσύ δεν τ’ αφήνεις. Μα πώς θα μπορούσες άλλωστε, είναι ό,τι πολυτιμότερο σου έχει δώσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου