Υπάρχει άραγε κάποιος από εμάς που να μην έχει αγαπήσει κάποια στιγμή στη ζωή του, κάτι ή κάποιον τόσο πολύ που θα έκανε τα πάντα γι’ αυτόν; Που δε θα υπολόγιζε τίποτα για να τ@ κατακτήσει και για να μπορεί να αισθάνεται πως με κάποιον τρόπο, ακόμα κι εάν δεν ισχύει αυτό, ακόμα κι εάν δεν είναι τόσο «όμορφο» να το ακούμε, του ανήκει. Αλλά κανείς μας δεν το καταφέρνει αυτό με τον ίδιο τρόπο, κανείς μας δεν αγαπάει, ούτε δίνεται με τον ίδιο τρόπο, ούτε εκφράζει την αγάπη του μα ούτε και πληγώνεται από εκείνη με τον ίδιο τρόπο. Άλλωστε, τι ευχαρίστηση και τι έμπνευση θα μας έδινε αυτό;
Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν με μια ιερότητα, όσο παράξενο και τεχνοκρατικό μας φαίνεται να το λέμε αυτό και να το βαφτίζουμε έτσι. Αγαπούν όπως φανταζόμαστε να είναι η αγάπη: απρόσκοπτη, ελεύθερη και δοτική. Δίχως ν’ ανησυχούμε αν ο άλλος θα μας τη φέρει με κάποιον τρόπο ή τα κάνει όλα αυτά για να κερδίσει κάτι από εμάς ή εμείς από εκείνον. Αν αγαπάμε με αυτόν τον τρόπο, σημαίνει πως έχουμε κάνει ειρήνη μέσα μας, όχι πως έχουν πάψει να υπάρχουν τα προβλήματά μας. Απλώς έχουμε τη δύναμη ν’ αφήνουμε τον άλλον να τα δει και να εξελιχτούμε μέσα απ’ αυτή τη σχέση. Είναι λυτρωτικό να ξέρουμε πως μπορούμε να είμαστε εκεί για έναν άλλον άνθρωπο, πέρα από τον εαυτό μας και να έχουμε τη δυνατότητα να τον δεχτούμε έτσι όπως είναι, χωρίς να τον κρίνουμε αλλά να τον στηρίζουμε, χωρίς να τον υποτιμούμε αλλά να χαιρόμαστε όταν εκείνος πάει μπροστά. Αυτό θα ήταν μια καλή εκδοχή μας. Αλλά ποιος είπε πως η αγάπη έχει μόνο αυτή;
Την αναζητάμε, την έχουμε ανάγκη την αγάπη λες κι είναι απαραίτητο συστατικό για τη ζωή μας και πολλές φορές χρησιμοποιούμε το όνομά της για άλλες αναζητήσεις κι ανάγκες μας, που δεν της μοιάζουν, αλλά εύκολα τις μπερδεύουμε. Την παραποιούμε και την τσαλαπατάμε μερικές στιγμές, ίσως γιατί δεν έχουμε μάθει ακόμα πώς να τη διαχειριζόμαστε, πώς να την επιδιώκουμε και πώς να την προσφέρουμε. Μάλλον γιατί ξεχάσαμε τον σημαντικότερο παράγοντα σ’ αυτή την εξίσωση: τον εαυτό μας. Όσο κι εάν λέμε πως η αγάπη είναι ανιδιοτελής και καθόλου εγωιστική (ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι), εάν δε δούμε εμείς οι ίδιοι πώς είμαστε σαν άνθρωποι και τι ζητάμε από αυτή, είναι πολύ πιθανόν να αγαπήσουμε λάθος.
Μπορεί να νομίζουμε πως η αγάπη σε οποιαδήποτε μορφή της αποκλείεται να είναι «λάθος» ή βλαβερή, αλλά στην πραγματικότητα, μια διαστρεβλωμένη μορφή της αγάπης δεν είναι απίθανο να μας προκαλέσει προβλήματα. Γιατί υπάρχουμε κι εκείνοι οι οποίοι θεωρούμε πως εφόσον αγαπάμε τον άλλον ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουμε, μπορούμε να του συμπεριφερθούμε με όποιο τρόπο θέλουμε και κρίνουμε εμείς σωστό ανεξάρτητα απ’ εκείνον. Όλα φυσικά κάτω από την επίφαση της φροντίδας και του νοιαξίματος. Υπάρχουμε κι εκείνοι που αγαπάμε μονάχα όταν έχουν να μας δώσουν κάτι, είτε αυτό λέγεται επιβεβαίωση, είτε λέγεται αποδοχή, είτε λέγεται εκμετάλλευση της ευαίσθητης ψυχολογίας του άλλου. Αλλά μη φαντάζεστε πως όλ’ αυτά είναι αποτέλεσμα κάποιας περίπλοκης σκέψης και διαβολικού σχεδίου, πιο πολύ είναι μια κραυγή ανάγκης για κάτι λίγο βαθύτερο απ’ αυτό που ίσως φανταζόμαστε. Όλοι θέλουμε μάλλον ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε αλλά όπως έχει αποδειχθεί δεν είμαστε όλοι ικανοί για το πρώτο, εξαιτίας μιας παρερμηνείας της λέξης αυτής.
Κάποιοι το μεταφράζουμε ως ανάγκη για εγγύτητα, θέλουμε να είναι κάποιος κοντά μας και για να συμβεί αυτό (μπορεί να μας έχουν μάθει πως) πρέπει ο άλλος άνθρωπος να μας χρειάζεται, να του είμαστε με κάποιο τρόπο απαραίτητοι. Οπότε είτε δεχόμαστε να βρεθούμε σε μια πιο δυσμενή θέση σε σχέση με εκείνον ή εμείς να είμαστε εκείνοι οι οποίοι θα έχουν το πάνω χέρι. Αμφότεροι, σε καμία περίπτωση δεν έχουμε ειλικρινή σύνδεση, που διέπεται από ισότητα. Το ν’ αγαπάμε τον άλλον σημαίνει πως θέλουμε να είναι ίσος με εμάς, να μας βοηθάει να γινόμαστε καλύτεροι όσο κι εμείς τον βοηθάμε, αλλά αυτό δε μας δημιουργεί κάποια αίσθηση εξουσίας πάνω στον άλλον, ούτε την ψευδαίσθηση πως δε θα φύγει ποτέ από κοντά μας. Γιατί ουσιαστικά ψάχνουμε κάποιον που θα βεβαιωθούμε πως δε θα μας παρατήσει, πως δε θα μας αφήσει μόνους, ίσως, με τον εαυτό μας. Αλλά το ν’ «αναγκαστεί» κάποιος να μείνει μαζί μας, δε σημαίνει απαραίτητα πως μας αγαπάει. Μπορεί κι εκείνος να έχει μπερδέψει την αγάπη; Πολύ πιθανόν.
Γιατί κι εκείνη η άτιμη δε μας λέει πότε μεταμφιέζεται και πότε είναι πραγματική, πότε εμφανίζεται για να καλύψει εσωτερικές μας ελλείψεις και πότε είναι αυθεντική κι ουσιαστική. Ο τρόπος που αγαπάμε τον άλλον και κατ’ επέκταση τον εαυτό μας, ο τρόπος που δείχνουμε την αγάπη μας, δεν απέχει και πολύ απ’ αυτό που είμαστε ως προσωπικότητες. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, πόσο μάλλον το πώς έχουμε βιώσει αυτό το συναίσθημα (εάν το έχουμε βιώσει στην πλήρη του μορφή ποτέ). Είναι απίθανο να μην επηρέασε καθόλου το πώς έχουμε διαμορφωθεί σαν άτομα και τι ζητάμε από τους άλλους να μας προσφέρουν. Αν παρατηρήσουμε, αν μπορούμε να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αγαπάμε τους άλλους, ίσως θα καταλάβουμε και πώς μπορούμε να υπάρχουμε, τελικά, καλύτερα, πιο λειτουργικά και πιο ειλικρινά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου