Κάποιες στιγμές, όπως και η τωρινή, αξίζει πιστεύω να μιλήσουμε για τον μόνον δρόμο που συμφώνησαν να ακολουθήσουν εκείνοι που αγάπησαν υπερβολικά και εκείνοι που μίσησαν υπερβολικά: το καρμικό εκείνο μονοπάτι του έρωτα! Άραγε, έχεις αναζητήσει ποτέ τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν αναρίθμητα γραπτά για τον φτερωτό θεό; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί οι συζητήσεις για εκείνον αποτελούν πάντοτε σημείο συνάντησης όλων των ανθρώπων, την αιτία της ύπαρξής του σε κάθε πιθανή περίσταση ακόμα κι ώς σκέψη;
Τα πιο σπαρακτικά όμορφα ποιήματα, οι συγκλονιστικότερα λυπητερές μουσικές, τα πιο αποκαρδιωτικά μοναχικά βλέμματα, τα πιο μοναχικά ψυχρά σώματα και τα πιο σιωπηλά πονεμένα χείλη υμνούν έναν έρωτα που τελείωσε. Τέλος! Αυτή η απόλυτη λέξη ηχεί σαν μία εξοργιστική, επαναλαμβανόμενη βουή στο μυαλό σου, σε εσένα που κάποτε αποτελούσε ιεροσυλία να την τοποθετήσεις δίπλα από το όνομα εκείνου. Επεκτείνεται απροκάλυπτα στο άπειρο των ρωγμών της ψυχής σου, ξεχύνεται βίαια σε κάθε κύτταρο του σώματός σου και του κατασπαράζει όλα εκείνα που μέχρι τότε ήξερες· ο χωρισμός είναι (επιβεβαιωμένα) μία οξύτατη απώλεια.
Τότε το «είναι» σου αντιδρά, όπως θα συμπεριφερόταν σε κάθε μετωπική σύγκρουση που θα αντιμετώπιζε: σπαρακτικά, έντονα κι εκρηκτικά. Μιλάς για εκείνον τον άνθρωπο σαν να προσπαθείς να τον δημιουργήσεις ξανά ενώπιόν σου, γράφεις γι’ αυτόν λες και πασχίζεις να μην τον λησμονήσεις ποτέ σου, τον σκέφτεσαι παλεύοντας μέσα σου να μην τον ερωτευτείς ξανά, όλες οι λέξεις φαίνεται να υπηρετούν τον πρωταρχικό εκείνο σκοπό για τον οποίο εμφυσήθηκαν στη συνείδησή σου: την ένδοξη ενθρόνιση και την ταπεινωτική κατάρρευσή του.
Τότε όμως, πίστεψες αφελώς (;) πως ποτέ δε θα χρειαζόταν να ακολουθήσει το δεύτερο, οπότε ευφησυχάστηκες στην ερωτική ευδαιμονία του, μέχρι που η σκέψη του χωρισμού φάνταζε αναπόφευκτα μοιραία, παρατηρούσες πως ο κοινός σας δρόμος κάπου – όχι πολύ μακριά- επρόκειτο να διασπαστεί, ίσως το ήθελες εσύ αλλά ίσως και να έδωσες μία τελευταία μάχη, που μπορεί να έσωζε έστω κάποια απομεινάρια σας. Όμως, λες και η Άτροπος, η ηλικιωμένη μοίρα, έκοψε αδίστακτα το νήμα που σας ένωνε, αισθάνθηκες το κοφτερό της ψαλίδι να σκίζει περίτεχνα την καρδιά.
Θυμάσαι όταν ο Ελύτης στο Μονόγραμμα φώναζε «Σ’ αγαπάω, με ακούς;» δίχως ποτέ να γράψει την απάντηση της αγαπημένης του, δίχως ποτέ ουσιαστικά να περιμένει απάντηση; Ούρλιαζε συνειδητοποιημένα σε μία αχανή θάλασσα χωρίς να ελπίζει σε έναν καθησυχαστικό αντίλαλο, η ερώτηση του ήταν καθαρά ρητορική και το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει ο κόσμος πως εκείνος την είχε αγαπήσει ειλικρινά, η προσωπική αντωνυμία αναφερόταν στον εαυτό του· «Με ακούς Οδυσσέα; Θέλω να ξέρεις πως ο έρωτάς μου έφτασε στο σημείο της αγάπης μου για εκείνη» θα μπορούσε ίσως να είχε πει από μέσα του.
Η αλήθεια λοιπόν είναι, πως όταν μιλάς για εκείνον στον εαυτό σου και στους άλλους, ο αποδέκτης θα είναι ο πρώτος. Θα αναφέρεσαι στο γεγονός της απομάκρυνσής σας ως το πιο καταλυτικό συμβάν στη μέχρι τότε ζωή σου· τα στοιχεία που λάτρεψες τόσο παθιασμένα τώρα θα πείσεις τον εαυτό σου πως τα σιχαίνεσαι, τα γεγονότα που οδήγησαν στον χωρισμό θα τα φέρνεις στο φως όλο και συχνότερα, θα τον εκθειάζεις και θα τον κατηγορείς συγχρόνως, θα μιλάς σαν να στέκεται δίπλα σου, θα γράφεις πιστεύοντας ότι εκείνος θα διαβάζει απευθείας κάθε σου λέξη, θα τον σκέφτεσαι όπως τότε γιατί επιβεβαιώνεις τον εαυτό σου πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα όμως έχουν αλλάξει! Θα κοιτάς ξανά και ξανά τις αναμνήσεις σας, θα κλαις δίχως λόγο και θα γελάς γιατί θα το έχεις ανάγκη, θα περιφέρεσαι ασκόπως και ταυτόχρονα θα μπορείς να κάνεις τα πάντα· η ένδοξη εικόνα του θα στέκεται περιπαικτικά σχεδόν μπροστά σου και θα σε παρατηρεί καθώς προσπαθείς, γιατί όλες αυτές οι ενέργειες δεν είναι παρά ένας επίπονος αγώνας, μία άνιση διαμάχη με τον εαυτό σου.
Στην αρχή, άφησες κι αφέθηκες. Έπειτα, δόθηκες και έδωσες. Στο τέλος, χωριστήκατε και ακόμα και εάν η παραπλανητική φύση του ρήματος προέρχεται από το «εμείς», ο καθένας πορεύεται με διαφορετικό τρόπο όταν τελειώνουν όλα εκείνα που σχετίζονται με το «εγώ». Πόσο ειρωνικό στο σημείο που πιστεύεις ότι έχεις ανάγκη τον άλλον περισσότερο από ποτέ να μην μπορεί να βρίσκεται δίπλα σου; Αυτές οι συναισθηματικές διακυμάνσεις θα επανέρχονται και θα αποχωρούν, κάθε φορά θα αφήνουν πάνω σου ένα μικρό στίγμα, μία απατηλή ένδειξη ότι βρίσκονταν εκεί, πως ακόμα τις επιτρέπεις να σε επηρεάζουν κι όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, άφησέ τες ελεύθερες!
Συζήτησε νοητά με τον άνθρωπο που βρίσκεται μίλια μακριά, άφησέ τον να εισχωρήσει στη σκέψη σου, μη σταματάς τη μνήμη σου όταν εκείνη τον καλεί, κοίτα τον με τον τρόπο που επιθυμείς εσύ και με τον καιρό θα τον παρατηρείς όπως του αρμόζει πραγματικά. Όταν τα χείλη σου ψελλίζουν κουβέντες που φαινομενικά είναι απαγορευμένες, μην τα σφραγίζεις. Όταν από τα μάτια σου θα ρέουν δάκρυα, μη σταματάς τον χείμαρρο. Όταν η καρδιά σου πάλλεται ακαθόριστα, μην της συμπεριφέρεσαι άσπλαχνα. Η αφαίρεση όλων εκείνων των στοιχείων που τον μετέτρεπαν σε εξιδανικευμένο οφείλει να γίνει σταδιακά και προσεκτικά, η σκληρή απόσπασή τους από μέσα σου μονάχα καινούριες πληγές θα προκαλέσει. Εσύ ο ίδιος τον νοηματοδότησες αναφορικά με εσένα, του απέδωσες όλες τις λέξεις-σημασίες που τώρα του προσάπτεις ως μειονεκτήματα, ερωτεύτηκες έναν άνθρωπο γιατί μπόρεσε να υποστηρίξει το «εγώ» σου (όπως κι εσύ το δικό του) και τώρα τον κατηγορείς για την επιστροφή του σε εσένα.
Όταν ο Robert Frost είπε ότι «Δύο δρόμοι διασταυρώθηκαν σε ένα δάσος, εγώ πήρα τον λιγότερο ταξιδεμένο. Κι αυτό ήταν που έκανε όλη τη διαφορά.» θα μπορούσε να μιλάει και για εσένα. Ο δρόμος προς την εξιλέωσή σου έρχεται από και γι’ εσένα, η απαλλαγή από το ψυχικό βάρος αποζητάται από τον δικό σου εαυτό, είναι αδύνατον να απαιτηθεί από κάποιον άλλον, ακόμα κι από εκείνον που είχες θεοποιήσει· η αποκαθήλωσή του δε χρειάζεται να είναι μεγαλειώδης ή άμεση αλλά είναι σπουδαίο να είναι δίκαιη και ευσεβής (και για τους δύο).
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου