Κάποιες φορές στη ζωή, οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους φτάνουν σε ένα άδοξο αδιέξοδο, έναν πελώριο, πέτρινο τοίχο που απλώνεται μπροστά μας και αδυνατούμε να τον προσπελάσουμε. Οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειές χάθηκαν κάπου στο κενό κι η ανατρεπτική ζωή ήρθε για ακόμα μία φορά να μας διαψεύσει, εμάς τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής. Διστάζει κανείς μπροστά στο αδιέξοδο, αναρωτιέται και αναλύει εξονυχιστικά την ενδεχόμενη απόφασή του, την τελευταία στιγμή κοιτά πίσω και παρατηρεί τον άνθρωπό του, ίσως τον παρακαλά γονατιστός να επιστρέψει ενώ εκείνος το σκέφτεται· «μήπως να γυρίσω πίσω;» αναρωτιέται σθεναρά αλλά η απάντηση είναι αρνητική.
Όταν φεύγει κάποιος πονάει, είναι η στιγμή που χάνει τον πολυτιμότερο άνθρωπό του, το γνώριμο συναίσθημα της αγάπης, τη σταθερά εκείνη στη ζωή του, τη ζεστή αγκαλιά που ήταν πάντοτε ανοιχτή, το ενθαρρυντικό χαμόγελο, τη σιγουριά μίας κατάστασης και κυρίως τον εαυτό του. Όσο κι αν διστάζουμε να το παραδεχτούμε η φυγή δεν είναι πάντοτε η «εύκολη λύση» εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουμε επενδύσει στην οποιαδήποτε σχέση ψυχή τε και σώματι ενώ τώρα βρισκόμαστε άπραγοι και θυμωμένοι.
Οι άνθρωποι, από τις απαρχές του κόσμου, ήταν εγωιστικά πλάσματα -πώς θα διέφεραν τώρα;- και όπως είναι αναμενόμενο, δυσκολεύονται να παραδεχτούν πως φεύγουν, πιστεύουν πως σ’ αυτή την απαιτητική αρένα της ζωής έχασαν, δεν πάλεψαν αρκετά ώστε να παραμείνουν ζωντανοί και εν τέλει απέτυχαν. Η φυγή είναι μία ύπουλη και δειλή πράξη, ανάρμοστη σχεδόν, γι’ αυτούς που δεν την επιχειρούν, όμως η πραγματικότητα απαέχει παρασάγγας. Δειλός θα έπρεπε να αποκαλείται εκείνος που μένει για τους λάθος λόγους, διατηρώντας φρούδες ελπίδες που έχουν εκλείψει για μία κατάσταση ήδη τετελεσμένη. Ο αρκετά και πραγματικά δυνατός άνθρωπος είναι εκείνος που διαθέτει την αξιοπρέπεια να αποχωρίσει, ο τρόπος φυγής του είναι αυτός που μαρτυρά τον χαρακτήρα του. Η ευθύνη μπορεί να βρίσκεται και στους δύο, στον έναν ή σε κανέναν, υπάρχει και η πιθανότητα ο κύκλος αυτής της σχέσης να έχει τελματώσει και οι ομόκεντροι, πρόχειροι κύκλοι ν’ αδυνατούν να τον αντικαταστήσουν.
Εκείνος που το αντιλαμβάνεται αυτό, είναι αναγκαίο να φύγει, να σταματήσει να παλεύει να κολλήσει το γυαλί που έσπασε. Οι ανθρώπινες σχέσεις φθείρονται και χάνονται, τα άτομα οφείλουν να γνωρίζουν πως υπάρχει κι αυτή η πιο δυσάρεστη εκδοχή και πως το «ευτυχισμένο τέλος» ίσως περιμένει λίγο ακόμα. «Έρχεται κάποια ώρα που πρέπει να φύγεις, ακόμα κι αν δεν έχεις σίγουρο μέρος να πας», είπε ο Τένεσι Ουίλιαμς και ήξερε πως μετά την απομάκρυνση, ακολουθεί το χάος, αλλά ποιος θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη γενεσιουργό του δύναμη;
Κάποιοι θα έλεγαν πως όποιος αγαπάει μένει, στέκεται βράχος στις καταστάσεις, όποιος αγαπάει αντέχει. Ίσως ακουστεί εγωιστικά παράδοξο αλλά κάποιες φορές, όποιος αγαπάει, φεύγει. Αγαπάει αρχικά τον εαυτό του, τον αφήνει να αναπνεύσει, να υπάρξει ξανά, να σκεφτεί και να αναθεωρήσει, να πράξει όπως επιθυμεί, να κατανοήσει καλύτερα τα σφάλματα του και τις απόψεις του. Αγαπάει όμως -όσο ανατρεπτικό κι αν ακούγεται- και τον άλλον, μα σε μία προβληματική σχέση κανείς δεν παραμένει αλώβητος, τα σημάδια ενός εσωτερικού πολέμου είναι εμφανή, οπότε τον αφήνει για να τα επουλώσει, να γίνει ξανά ο άνθρωπος που αγαπά κι όσο χρόνο επιθυμεί του τον δίνει απλόχερα. Κι ίσως μια μέρα βρεθούν ξανά οι δυο ερωτευμένοι, μιλώντας πια κάτω από άλλες συνθήκες. Μα για μια υπόθεση, δε μένεις σε κάτι τελειωμένο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου