Μάθαμε πολύ νωρίς τη φράση «στην ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις» και καταλήξαμε να την κάνουμε ορόσημο. Όταν ήμασταν παιδιά παίρναμε μπράβο κάθε φορά που κάναμε κάτι σωστό· η πρώτη επιβράβευση. Στο σχολείο όταν είχαμε τέλεια ορθογραφία, στο τετράδιό μας βλέπαμε ένα αστεράκι, ένα ακόμα μπράβο από τους γονείς, τους δασκάλους και τους συμμαθητές μας. Συμπεριφερόμασταν καλά στους άλλους κι εισπράτταμε χαμόγελα. Μιλούσαμε ευγενικά κι είχαμε καλύτερη «μεταχείριση» από κάποιους. Ήμασταν υπάκουοι και ήσυχοι, δε δημιουργούσαμε προβλήματα και όλοι μάς εκτιμούσαν και μάς βοηθούσαν.
Δουλεύαμε πολύ, κουραζόμασταν, ξενυχτούσαμε, μα (σε έναν μάλλον ουτοπικό κόσμο) ανταμειβόμασταν. Καταλάβαμε πως η ζωή είναι μία διαρκής συναλλαγή, ένα αέναο παιχνίδι όπου για να πάρεις κάτι πρέπει πρώτα να δώσεις, αυτό ήταν το πάγιο αίτημα και το αιώνιο ερώτημα: πόσα πρέπει να δώσω για να πάρω όσα θέλω; Κάποια στιγμή όμως, χωρίς κανένας να μας έχει προειδοποιήσει (ανεπίτρεπτο!), εμφανίστηκε ο έρωτας στη ζωή μας και τότε απορήσαμε όπως ποτέ άλλοτε· το ερώτημα άλλαξε, μεταλλάχθηκε και μας φάνηκε γιγαντιαία μυστήριο. Τι θα δίναμε για να πάρουμε αυτό το πολυπόθητο πράγμα;
Στην αρχή δώσαμε προσοχή σε εκείνο το άτομο. Μικρά λουλουδάκια που κόψαμε και τα δώσαμε μυστικά (μπήκαμε όμως τιμωρία), μαρκαδόροι που δανείσαμε δίχως δεύτερη σκέψη κι ας ήταν οι αγαπημένοι μας, το παιχνίδι που παίξαμε (αλλά ποτέ δεν παραδεχτήκαμε πως δε μας άρεσε) ήταν λίγα από τα πολλά που κάναμε για να αποκτήσουμε αυτό το άτομο και παρ’ όλα αυτά δεν πέτυχε. Αγανακτισμένοι αποφασίσαμε να συμπεριφερθούμε εντελώς διαφορετικά. Πειράγματα, κοροϊδίες, τσιμπήματα, γέλια και σπρωξίματα, μα ούτε κι αυτά είχαν επιτυχία. Μετατραπήκαμε σε κάτι αδιάφορο, το οποίο δε μας βοήθησε.
Μετά όμως σκεφτήκαμε όλα εκείνα που είχαμε καταφέρει και τον τρόπο με τον οποίο τα είχαμε επιτύχει: αυτό ήταν η ανταλλαγή! Θα δίναμε κάτι που όλοι χρειάζονταν κι εμείς θα λαμβάναμε αυτό που θεωρούσαμε πως θα αποκτούσαμε. Θα χαρίζαμε -δίχως να το κάνουμε στην πραγματικότητα- τρυφερότητα κι ασφάλεια, θα γινόμασταν καλοί και συμπονετικοί, θα είχαμε κόσμια συμπεριφορά και θα τους γεμίζαμε με κομπλιμέντα· αυτό πιστέψαμε πως ήταν το μυστικό της επιτυχίας. Όταν όμως ούτε αυτό πέτυχε, είδαμε τα πράγματα διαφορετικά, αντικρίσαμε τον έρωτα ως ένα πράγμα και τα πράγματα τα αποκτάς με δύο τρόπους. Με χρήματα κι εξουσία. Ίσως από αυτό το σημείο άρχισε η κάθοδός μας.
Όλα αυτά όμως δεν έγιναν ξαφνικά μια μέρα όπου ο πρωινός καφές δεν είχε πετύχει κι έτσι αποφασίσαμε πως θα αντιλαμβανόμασταν τον έρωτα ως ένα εμπόρευμα. Καλλιεργήθηκε σταδιακά και μεθοδικά μέσα από την κοινωνία και κυρίως μέσα από την οικογένεια. «Εάν κάνεις αυτό σωστά όλοι θα σε συμπαθούν», μας είπαν και τελικά δε μας λάτρεψαν τόσο όλοι ή και να πέτυχε αυτό, είδαμε πως οι άνθρωποι μετρούν κι άλλα στη ζωή.
Μετρούν. Τα πάντα μετριούνται με νούμερα, με αριθμούς και με χρήματα, με περιουσίες και προσοδοφόρα επαγγέλματα. «Να βρεις ένα καλό παιδί» αλλά εάν «τυχαίνει» να είναι γιατρός ή δικηγόρος ακόμα καλύτερα, ακόμα κι εάν δεν αισθάνεσαι αυτή τη φλόγα ανάμεσά σας. «Να έχεις μια σταθερή δουλειά, να παντρευτείς και μετά κάνε κι ένα-δύο παιδάκια» γιατί δίχως να έχεις κάτι να δώσεις στον άλλον, πώς περιμένεις ότι εκείνος θα σε δεχτεί; Οι γυναίκες σε αυτή την εκδοχή παραχωρούν το σώμα και τον χρόνο τους ενώ οι άνδρες τα χρήματα και τη στέγη. Στην ευτυχή περίπτωση που υπάρχει έρωτας, το μοντέλο αυτό θα ευδοκιμήσει αλλά όταν μεγαλώσουν τα παιδιά και η γυναίκα δε θα μπορεί να «δώσει κάτι χειροπιαστό», ο άνδρας θα την «απολύσει»;
Όλα αυτά όμως είναι φανερά και με την πρώτη σκέψη ίσως θα απαντούσαμε «όχι», κάποιοι θα κοιτάζονταν συνωμοτικά μεταξύ τους και θα συμφωνούσαν, γιατί τα πάντα πλέον μετριούνται με κάποιον τρόπο. Αλλά μάθαμε πως υπάρχει και μια πιο υπόγεια αναλογικότητα στα συναισθήματα. Θα νιώσω όσο νιώσεις κι εσύ! Ούτε παραπάνω, ούτε λιγότερο. «Θα ενθουσιαστώ όσο ενθουσιαστείς κι εσύ, θα λυπηθώ όσο κι εσύ, θα ερωτευτώ όσο κι εσύ, θα αφεθώ όσο αφεθείς κι εσύ» και στην περίπτωση που δεν είμαι τόσο εσύ, τι θα κάνω; Σκεφτόμαστε υπερβολικά πώς θα εκλάβει ο άλλος τα πάντα πάνω μας, ακόμα και τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι ερωτευμένος μαζί μας, πως μας έχει αποδεχτεί γι’ αυτό που είμαστε κι ακόμα και τότε ανησυχούμε. Μήπως είμαστε πολύ χαρούμενοι με αυτή την κατάσταση, μήπως θα έπρεπε να το δούμε πιο ψύχραιμα ή πιο έντονα, μήπως θα έπρεπε να δώσουμε όσα δίνει και εκείνος; Κρατάμε για τον εαυτό μας όλες αυτές τις σκέψεις και στο τέλος (που δεν αργεί να έρθει) ξεσπάμε στον άλλον ή στον εαυτό μας με την ειρωνική δικαιολογία πως «δε μας υπολογίζει».
Υπολογίζω. Μετρώ. Απαριθμώ. Δίνω. Παίρνω. Πουλάω. Αγοράζω. Το μπακάλικο του έρωτα και της αγάπης φαίνεται πλέον σαν μια καθημερινή σκέψη μας, να δούμε πόσα να βάλουμε στο καλάθι μας για να μη βγούμε εκτός προϋπολογισμού, να μη δώσουμε πολλά γιατί μπορεί η επόμενη «αγορά» να χρειαστεί περισσότερα χρήματα και εάν δεν έχουμε τότε τι θα κάνουμε; Το τραγικό είναι πως ήδη έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε το μέλλον κι όχι το παρόν, να μετριάζουμε τα πάντα για να μη φανούμε σπάταλοι ενώ αυτό που θέλουμε να κάνουμε, αυτό που μας προστάζει το μέσα μας είναι να τα δώσουμε όλα (κρατώντας και κάποια στην άκρη) στον άνθρωπό μας.
Ο καθένας μας, εάν έδινε αυτά που μπορούσε δίχως να αναλωνόταν σε αριθμούς και ποσότητες, ίσως θα ήμασταν λιγότερο εγωιστικά ιδιοκτήτες και γινόμασταν λίγο περισσότερο ρομαντικοί κι ελεύθεροι. Εάν ξεκινούμε με τον (λογικό) φόβο ότι κάποιος πάντα θα δίνει λιγότερα και κάποιος περισσότερα, τότε θα κάνουμε εκπτώσεις που καθόλου δε θα μας χαροποιήσουν. Απελευθερωμένοι πλέον από τις ίδιες μας τις σκέψεις που μας καρτούν πίσω θα αισθανθούμε -κάπως πανηγυρικά- τα πάντα στην πληρότητά τους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου