Παρατηρούμε συνεχώς τον κόσμο γύρω μας να βρίσκεται σε μία αδιάκοπη κίνηση που πυροδοτεί τα πάντα, μεταβάλλει συνεχώς την καθημερινότητα και ασταμάτητα μας υπενθυμίζει πως ο χρόνος αδυνατεί να γυρίσει πίσω. Εμείς, οι άνθρωποι, ως έμβια όντα που διαβιώνουμε μέσα σε αυτόν τον αέναο ανεμοστρόβιλο τοποθετημένοι στο κέντρο του, στην καρδιά της απραξίας όπου όλα διαπερνούν τα μάτια μας, εμείς στεκόμαστε ως άβουλοι παρατηρητές για να τα επεξεργαζόμαστε, γιατί μας είπαν πως ο κόσμος μας είναι θαυμαστός.
Θαυμαστός καθώς αντέχει να αντικρίσει με γυμνό μάτι τους αιματηρούς πολέμους και τις φυσικές καταστροφές που προκαλεί ο ίδιος στον βωμό των συμφερόντων του, καθώς τοποθετεί όπλα στα χέρια νέων ανθρώπων εμφυσώντας στον νου τους ιδέες της απόλυτης εξουσίας, του ένδοξου χρήματος και της εγωιστικής κυριαρχίας. Παρατηρούν με μία πρωτοφανή φυσικότητα τους ανθρώπους που είναι χωρισμένοι ανάλογα με το χρώμα, την καταγωγή και τη θρησκεία τους. Άνθρωποι που χτυπούν ο ένας τον άλλον, παιδιά που ζητιανεύουν στις λεωφόρους με τα πρόσωπα γεμάτα οργή και απελπισία για τον θαυμαστό μας κόσμο. Άτομα που υποκινούνται από κίβδηλους σκοπούς, που αδιαφορούν για τον συνάνθρωπό τους, κλείνουν με τα χέρια τους όλον τον κόσμο μέσα στο σώμα τους δίχως να επιτρέψουν οποιαδήποτε μορφή παρέμβασης. Το προστατευτικό τους τείχος πετρώνει τις καρδιές τους. Βλέπουν μονάχα έναν μονοδιάστατο καθρέπτη που αποφεύγει να αναδεικνύει την αλήθεια του κόσμου, παρά μόνο τη δική τους. Ο κόσμος μας είναι θαυμαστός γιατί μας ωθεί συχνά στο να απορούμε για εκείνον!
Αλλά είναι πέραν όλων αυτών ένας επίσης θαυμαστός κόσμος! Μέσα στην άβυσσο που εξαπλώνεται μπροστά μας υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ερωτεύονται ειλικρινά, κοιτάζονται στα μάτια και προφέρουν ευλαβικά το «σε αγαπώ» με την ένταση που του αξίζει. Παρατηρούμε εκείνα τα χέρια που βοηθούν μέσα στην αφάνειά τους και τα μάτια τους λάμπουν. Οι παιδικές φωνές που δεν έχουν εκλείψει ακόμη μαζί με τα αθώα χαμόγελα, τα δυνατά τους γέλια και την ακατέργαστη χαρά τους. Ακούμε ακόμη χείλη που ψιθυρίζουν και φωνάζουν, δάχτυλα που γράφουν και καρδιές που αισθάνονται. Τα μυαλά και οι ψυχές δεν έχουν οδηγηθεί όλες στο ικρίωμα, προετοιμασμένα για την τροποποίησή τους, οπότε ονειρεύονται και ελπίζουν, γνωρίζουν πώς γράφονται οι λέξεις, ποια είναι η σημασία τους και κρυφά τις χαράσσουν στην καρδιά τους μήπως και τις λησμονήσουν.
Τα πινέλα των ζωγράφων συνεχίζουν αδιάκοπα να αναμιγνύουν χρώματα, οι νότες από τα μουσικά όργανα δεν έχουν πάψει να ηχούν κατακλύζοντας τη νύχτα, οι μελωδικές χορδές των ανθρώπων συνταράσσουν τους παλμούς μας και οι λέξεις στα ποιήματα εμπεριέχουν όλη τη ζωή που έχουμε ανάγκη. Ο θαυμαστός κόσμος μας που πάντοτε μάς εκπλήσσει θετικά!
Άραγε, υπήρχε ποτέ η αναζήτηση ή έστω η ανακάλυψη ενός καινούριου κόσμου, που εμείς οι άνθρωποι δε θα μπορούσαμε ποτέ να μαντέψουμε; Αυτό το γεγονός ίσως προϋπέθετε εξ ολοκλήρου μεταστροφή της οντότητάς του, των ουσιωδών χαρακτηριστικών του που θα είχαμε τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε με αποτέλεσμα να προβλέψουμε τη μελλοντική του μορφή. Η αλήθεια όμως, όπως ανέκαθεν μας ξεγελούσε την τελευταία στιγμή, θα κατάφερνε για ακόμα μία φορά να μας αιφνιδιάσει.
Διερωτόμαστε για τα θλιβερά δεινά που θεωρούσαμε πως ανήκαν σε μίαν άλλη, μακρινή ζωή ενώ την ίδια στιγμή τιμούμε τους αναπάντεχους παραδείσους που αναπτύσσονται ενώπιόν μας ευγνωμονώντας τους ανθρώπους εκείνους που ανακαλύπτουν το φως. Ο θαυμαστός κόσμος μας, γεμάτος από πορφυρούς ουρανούς και χρυσούς ήλιους, δομημένος πάνω σε κατεστραμμένες οικογένειες που σκαρφαλώνει σε λευκά μάρμαρα για να επιβιώσει, διασώζοντας τον εαυτό του με το μπλε της θάλασσας, πασχίζει να υπάρξει. Και τα καταφέρνει, παρά τους αυτοτραυματισμούς του με αυτοσχέδιους ουρανούς και μολυβένια άστρα, γεμάτος από πολύχρωμους ανθρώπους και πόλεις που πάλλονται στον ρυθμό της εποχής.
Χρειαστήκαμε ποτέ αυτόν τον καινούριο κόσμο που πασχίζουμε να τον διαμορφώσουμε σε άλλους πλανήτες και σε κάποιες άλλες, αλλιώτικες ζωές; Ακόμα κι αν ανακαλύπταμε αυτήν την ένδοξη διέξοδο θα τον μετατρέπαμε κι εκείνον σε κάτι θαυμαστό, με αυτή τη διττή φύση του ανθρώπινου μεγαλείου. Οπότε αξίζει απλώς (;) να παραδεχτούμε πως «βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε». (Ο. Ελύτης)!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου