«Εγώ δε θα το έκανα έτσι» κι αναφερόμαστε από τον τρόπο που έχει συνδυάσει ο γείτονας το παντελόνι με την μπλούζα του μέχρι και στον τρόπο όπου διοικείται η χώρα, από τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών κάποιου άλλου μέχρι και στον τρόπο που ανεβάζει φωτογραφίες στο ίνσταγκραμ. Κι αυτά τα γεγονότα μπορεί απομονωμένα να μη σημαίνουν κάτι, ούτε να φαίνονται πως αντανακλούν κάποια προσωπική ανησυχία που δεν έχουμε καταλάβει πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Δείχνουν απλώς άτομα τα οποία εκφράζουν μια άποψη για πράγματα της καθημερινότητας, γεγονότα για τα οποία όλοι λίγο πολύ έχουμε μια, κάποια, γνώμη ακόμα κι εάν κανείς δε μας τη ζητήσει ποτέ, ακόμα κι αν αυτή η γνώμη κάνει τους άλλους ανθρώπους γύρω μας να νιώθουν πως τίποτα δε μας αρέσει και τίποτα δε θα είναι ποτέ αρκετό.
Πολλές φορές μάλιστα η «εχθρική» μας στάση αυτή κατευθύνεται και προς τους κοντινούς ανθρώπους του περιβάλλοντος μας ή σε άτομα του ευρύτερού μας κύκλου και δείχνει μια απαξίωση από εμάς προς το πρόσωπό τους. Κι όχι άδικα. Γιατί σίγουρα εάν κάποιος πάρει τις μετρητοίς μόνο τα λόγια μας, τότε σίγουρα θα νιώσει προσβεβλημένος, θυμωμένος και θα μας «στείλει» (είτε το πει, είτε όχι) στον «έξω από ‘δω». Προφανώς δε θα κάτσει να μας αναλύσει την ψυχοσύνθεση και να καταλάβει πως όλη αυτή η προσπάθεια να τον υποτιμήσουμε, είναι στην πραγματικότητα μια άμυνά μας, η οποία μπορεί να μην έχει ως στόχο καν αυτόν.
Όλοι οι άνθρωποι κι οι συμπεριφορές τους είναι αφορμές κι υπάρχουν άπειρες αφορμές για να ξεσπάσουμε. Όλο και κάποιος θα κάνει ένα λάθος, θα πει τη λάθος κουβέντα και θα πάρει την λάθος απόφαση -σε σχέση με αυτά που εμείς βαφτίζουμε «λάθος» φυσικά- κι εμείς θα είμαστε εκεί για να τον μειώσουμε. Αλλά δε θα έπρεπε ίσως να κάνει τόση μεγάλη εντύπωση στους άλλους το ότι προσπαθούμε να υποβαθμίσουμε σε σημασία τα πράγματα που θεωρούμε πως δεν είναι άξια της προσοχής μας, όχι γιατί μετράει αν εκείνοι είναι αποτελεσματικοί ή όχι, αλλά γιατί αισθανόμαστε πως κάτι μας απειλεί. Όταν κάτι στο μυαλό μας εμφανίζεται ως ένα «απέναντι στρατόπεδο», τότε «παλεύουμε» κατά κάποιο τρόπο, έτσι ώστε να μπορούμε να το απωθήσουμε. Οτιδήποτε δεν το καταλαβαίνουμε ή δεν πιστεύουμε στην πραγματικότητα πως μπορούμε να το κάνουμε εμείς, τότε επινοούμε χίλιους δύο τρόπους για να πείσουμε τους άλλους πως δεν είναι και κάτι τόσο σημαντικό ή δύσκολο. Βέβαια αυτό έχει αποτέλεσμα να εκλαμβάνουν όλη αυτή την παράσταση που δίνουμε σαν προσβολή προς εκείνους -όχι πως παρουσιάζεται σαν κάτι διαφορετικό από αυτό- αλλά συνήθως η απαξίωση κατευθύνεται προς εμάς.
Είναι ένα συνεχές «εσύ γιατί δεν μπορείς;» και κάποιες φορές δεν είναι καν ερώτηση, αλλά κατάφαση. Είναι μια υπενθύμιση που ηχεί στο μυαλό μας πως ποτέ δε θα γίνουμε έτσι όπως «υποτιμάμε» τον άλλον πως είναι. Για όλα εκείνα πως τον κρίνουμε ότι δεν κάνει ή κάνει λάθος, η φωνούλα στο κεφάλι μας μάς λέει πως εμείς δε θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε τίποτα απ’ αυτά. Γιατί όταν δεν έχουμε τη δύναμη να επιβληθούμε σ’ εμάς, είναι κάπως αναμενόμενο πως θα προσπαθήσουμε να υπερνικήσουμε έναντί του, μήπως κι οι αμφιβολίες μέσα μας διαλυθούν. Παρ’ όλο όμως που δεν το αντιλαμβανόμαστε, θεωρούμε πως είναι απλώς μια κακεντρεχής κριτική ή μια ευκαιρία να νιώσουμε λίγο ανώτεροι από τους άλλους, γιατί όπως είναι γνωστό «όλοι τα κάνουμε καλύτερα απ’ όλους».
Όλοι, αν ήμασταν στη θέση κάποιου άλλου, είναι αναμενόμενο, στο μυαλό μας, πως θα πράτταμε πιο λειτουργικά. Στο μυαλό μας φυσικά. Γιατί μέχρι να γίνει πράξη πρέπει να υπάρξει κάτι σαν μια εσωτερική ανασκόπηση, αν θέλουμε να πετύχει πραγματικά. Πώς θα μπορούσαμε όμως να το μάθουμε αυτό, τη στιγμή όπου βιώνουμε μια συνεχή κριτική κι απαξίωση για όλα εκείνα τα οποία θεωρούμε -τόσο εμείς, όσο κι οι άλλοι- σημαντικά κι αναγκαία; Η απαξίωση ξαφνικά δε θεωρείται κάτι αρνητικό αλλά εκλαμβάνεται ως μια στάση ζωής, όπου είναι και βοηθητικό να την έχουμε για να διαμορφώνουμε μια «άποψη για τα πράγματα». Τις περισσότερες φορές αυτή η «άποψη» όμως, δεν εκφράζει τίποτα παραπάνω από έναν δικό μας, εσωτερικό φόβο του απραγματοποίητου, μιας απορίας για εμάς του «τι θα μπορούσαμε να είχαμε υπάρξει» αν ενσαρκώναμε όσα λέγαμε. Απαξιώνουμε για όσα λυπόμαστε ίσως πως δεν είμαστε και για όσα ξέρουμε πως δε θα καταφέρουμε ποτέ να δοκιμάσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου