«Με πιάνει λοιπόν ένας τρόμος της ζωής σαρκαστικός, μια σύγχυση που ξεπερνάει τα όρια της συνειδητής μου ατομικότητας. […] με βαραίνει σαν μια καταδίκη στη γνώση, αυτή η αιφνίδια συνειδητοποίηση της αληθινής μου ατομικότητας.» (Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας)

Μια καρδιά που χτυπάει συνεχώς, επαναλαμβανόμενα, δίχως σταματημό. Ένα μυαλό που οραματίζεται τα χειρότερα σενάρια, σκοτεινές εκβάσεις προβλημάτων σε καταστάσεις που φαντάζουν απειλητικές κι ένας στρόβιλος μέσα του να το αποτρέπει από την ταξινόμηση των σκέψεων. Τα λόγια είναι διστακτικά και φοβικά, γεμάτα από αμφιβολίες και χιλιάδες ενστάσεις. Όλα είναι μια λάθος απόφαση. Η αναπνοή στερεύει, δυσκολεύεται να σταθεροποιηθεί κι αδυνατεί να παραμείνει ήρεμη. Τα δάχτυλα μπλέκονται και ξεμπλέκονται, παλεύουν μεταξύ τους, σκίζονται και κινούνται απειλητικά. Το σώμα πονάει, διαμαρτύρεται, πασχίζει να χαλαρώσει αλλά η ανάπαυση δεν έρχεται ποτέ. Οι ευθύνες πέφτουν πάνω σαν καταιγιστικές φλόγες και η μόνη λύση είναι η σπασμωδική απόκρουση- ποτέ η έγκαιρη πρόληψη και η πανταχού προστασία.

Τα έμπρακτα συναισθήματα αυτά, για κάποιους είναι μια ακόμα εικόνα της καθημερινότητας, ο τρόπος διαβίωσης κι αντίληψης των πραγμάτων για τη ζωή τους. Η πάθηση αυτή αποκαλείται Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) και παρ’ όλη την ονομασία της δεν είναι απλώς ένα ακόμα όνομα για να βαφτίσουμε την ανησυχία μας.

3,7% του παγκόσμιου πληθυσμού καλούνται να ζήσουν με αυτή τη νόσο, το 50% εκείνων εκδηλώνει τα παραπάνω συμπτώματα πριν την ηλικία των 39 ετών ενώ η πλειοψηφία των ατόμων που πάσχουν αποκαλύπτεται στον γυναικείο πληθυσμό. Η πρώτη μας σκέψη για τα αίτια πρόκλησης κι εμφάνισής της, είναι η σύγχρονη δομή της κοινωνίας και η ανάγκη ενός συνεχούς κυνηγητού για την επιβίωση. Όλοι οι άνθρωποι ως ατομικότητες έχουν δύο κύριους στόχους στη σημερινή ζωή τους: την επίτευξη οικονομικής ευημερίας κι επαγγελματικής αποκατάστασης. Την ίδια στιγμή, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ισχυροί παράγοντες έχουν προσαρμοστεί στα μεταβαλλόμενα δεδομένα που απαιτούν σε κάθε εποχή διαφορετικές προτεραιότητες, τα πάντα είναι προσανατολισμένα σε αυτούς τους δύο πυλώνες.

Ο κόσμος όμως επιθυμεί να πλουτίζει ατέρμονα και να αναρριχάται σε ολοένα και υψηλότερες θέσεις. Ίσως θα θεωρούσαμε πως εκείνοι οι οποίοι αγωνίζονται για την επικράτησή τους στην κοινωνική ζούγκλα θα ήταν και αυτοί που θα παρουσίαζαν το υπερβολικό αυτό άγχος αλλά η πραγματικότητα είναι πως τόσο οι μεν που παλεύουν να αναδειχθούν, όσο και οι μεν που αγωνίζονται να επιβιώσουν έχουν τις ίδιες πιθανότητες εμφάνισης της πάθησης. Άρα, ο τρόπος διαμόρφωσης της υφιστάμενης κατάστασης αποτελεί μονάχα την κορυφή του τεράστιου παγόβουνου.

Ο τρόπος βέβαια που εκλαμβάνουμε την αλήθεια της κοινωνίας είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Εάν θεωρήσουμε πως αδυνατούμε πλήρως να καλύψουμε με τις σωστές λέξεις και πράξεις τα κενά που μας δίνουν να συμπληρώσουμε, θα οδηγηθούμε είτε στην πλήρη αποδιοργάνωση, είτε στην παραίτηση από κάθε προσπάθεια. Οι γυναίκες επίσης (όπου παρατηρούνται τα περισσότερα κρούσματα της διαταραχής) έχουν εσωτερικεύσει και τις επιταγές του συστήματος, έναν προκαθορισμένο σχεδιασμό για τη διαμόρφωση της ζωής τους. Κυριαρχεί λοιπόν μια αντίληψη που ξεκίνησε αρχικά ως προσταγή για εκείνες, αλλά έπειτα μετεξελίχθηκε σε γενικότερη αναγκαιότητα: την παραμέληση της συναισθηματικής και της ψυχικής υγείας.

Πόσες φορές έχουμε ακούσει τη φράση «εδώ δε χωρούν συναισθηματισμοί, κλάματα και συγκινήσεις», πόσες φορές την έχει υπονοήσει κάποιος ή την έχει προφέρει με διαφορετικό τρόπο; Η απάντηση είναι άπειρες γιατί ακριβώς ο κόσμος, αρχικά ο ανδροκρατούμενος κι έπειτα εκείνος που μισούσε τα συναισθήματα, κατάφερε να εμφυσήσει στους ανθρώπους την άποψη πως οτιδήποτε με αρνητική χροιά, οτιδήποτε το επιβαρυμένο που χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείριση και λεπτούς χειρισμούς, είναι απαραίτητο να εξαλειφθεί ή να κρυφτεί βαθιά μέσα μας.

Ορισμένοι επιστήμονες κάνουν λόγο για έναν «συναισθηματικό καπιταλισμό» όπου όλα πραγματοποιούνται κι ανταλλάσσονται με τη μορφή εμπορεύματος, τίποτα δεν προέρχεται από την καρδιά κι όλα γίνονται στη βάση μιας υλικής σχέσης δούναι και λαβείν: ο οικονομικός εαυτός ταυτίζεται με τον άνθρωπο που έχει δικαίωμα στην έκφραση των αισθημάτων του και στην αποδοχή τους από τον περίγυρο. Μέσα σε μια συνθήκη όπου τα πάντα καταπατούνται από ευθύνες και τεχνητές κοινωνικές αναγκαιότητες, η ενασχόληση με την ψυχική υγεία πλέον θεωρείται ένα είδος πολυτέλειας, επουσιώδους κιόλας. Καθόλου τυχαίο επίσης δεν είναι πως η νόσος αυτή εκδηλώνεται πριν την ηλικία των 39, όπου η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει κατασταλάξει σε έναν τρόπο ζωής κι αδυνατεί πλέον να υπονομεύσει άλλο την ασκούμενη πίεση από τον ίδιο του τον εαυτό και τους γύρω του, με αποτέλεσμα, η ψυχή του κυριολεκτικά να ξεσπά.

Κανείς όμως δε σηκώθηκε μια ηλιόλουστη μέρα από το κρεβάτι του κι ένιωσε πως αισθάνεται να καταπιέζεται κι απέκτησε αυτή την αγχώδη διαταραχή αλλά αντίθετα καλλιεργήθηκε μέσα του με τον καιρό, από τα πρώτα συμπτώματα άγχους που αδυνατούσε να διαχειριστεί μέχρι την έλλειψη ύπνου από τη διαρκή ανησυχία. Ο ψυχικός μας κόσμος, όσο δυνατός κι εάν πιστεύουμε ότι είναι, χρειάζεται ακόμα και τότε (ίσως περισσότερο από ποτέ) την προσοχή και τη φροντίδα μας, την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και τη συνειδητοποίηση του προβλήματός μας.

Απορρίπτοντας τα σημάδια δε θα καταφέρουμε ποτέ να λύσουμε το πρόβλημα, παρά μόνο να το οξύνουμε και να το μεγεθύνουμε σε βαθμό μη ελέγξιμο. Εάν όλοι μας αντιλαμβανόμασταν πως πρωτίστως οφείλουμε στον εαυτό μας μια υγιή εσωτερική ψυχή παρά μια αδιάκοπη αναζήτηση του κέρδους και της εξωτερικής επιβεβαίωσης, ίσως θα θυσιάζαμε λιγότερα από όσο τώρα για την ευτυχία μας.

Μία σκέψη-προτροπή για το τέλος: «Οι άνθρωποι θα έπρεπε να σκέφτονται λιγότερο το τι πρέπει να κάνουν και περισσότερο το τι πραγματικά είναι.» (Έρικ Φρομ)

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου