Το 1902 ο κοινωνιολόγος C.H.Cooley, μαζί με τον φιλόσοφο H. Mead, μίλησαν πρώτη φορά για τον αυτο-καθρεπτιζόμενο εαυτό ή αλλιώς τον ”looking glass self “· Ο όρος αυτός αντιπροσωπεύει τις εντυπώσεις που ο κάθε άνθρωπος θεωρεί ότι οι άλλοι έχουν για το πρόσωπό του, ως ένα είδος «κοινωνικού καθρέπτη», μέσα στον οποίο παρατηρεί τον εαυτό του και διαμορφώνει τη θεωρία του για εκείνον. Αυτοί οι αόριστοι «άλλοι», αναφέρονται πλέον ως οι «σημαντικοί άλλοι», οι άνθρωποι γύρω του που ασυνείδητα ή μη, τον επηρεάζουν και δρουν καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.

Εκείνοι διατυπώνουν ξεκάθαρα ή υπογείως ορισμένες, συλλογικές κρίσεις για εκείνον και αυτός τείνει (εξαιτίας των ισχυρών διαπροσωπικών δεσμών με εκείνους) να προσαρμόζει αντίστοιχα τη συμπεριφορά του ανάλογα με τις εκκλήσεις τους, να μετατρέπει τις αποκλειστικά προσωπικές τους προσδοκίες για εκείνον σε ολότελα ιδιοτελείς του σκοπούς, γεγονός που δημιουργεί το «κοινωνικό εγώ» του.

Εύλογα διατυπώνεται το ερώτημα εάν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στο «ατομικό και το κοινωνικό εγώ», αφού επιβεβαιωμένα ο άνθρωπος είναι η κοινωνία του, με τη σχέση αυτή να λειτουργεί και αμφίδρομα. Ο Σοπενχάουερ υποστήριξε πως εντελώς ο εαυτός του μπορεί κανείς να είναι μόνο εφόσον μένει μόνος του. Μόνο τότε είναι ελεύθερος και πράγματι, εκείνο που πυροδοτεί τα πάντα εμφανίζεται να είναι η αλληλεπίδραση. Ο άνθρωπος είναι το αποτέλεσμα των εξωτερικών του σχέσεων, το αγελαίο ζώο που πασχίζει να συσπειρωθεί μέσα σε μία συλλογικότητα, μία ομάδα, είτε αυτή ονομάζεται πολιτική παράταξη, είτε αντιπροσωπεύει μια ιδεολογία, είτε πρεσβεύει μια θρησκεία, είτε αφορά μια επαγγελματική σταδιοδρομία, είτε αντανακλά έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, είτε περιστρέφεται γύρω από σημεία των καιρών.

Το άτομο λοιπόν, καλείται σε όλους αυτούς τους τομείς να διαδραματίσει ιδιότητες κι όχι ρόλους, οι οποίες εφόσον έχουν έμμεσα εμφυσηθεί από τους άλλους, αποφαίνονται ευκολότεροι στην απορρόφηση κι αποδοχή από τους υπόλοιπους. Ό,τι όμως τον διευκολύνει, τον οδηγεί στην υποδούλωσή του! Η δομή του κάθε ξεχωριστού εαυτού συντελείται από την αυτο-εικόνα και την αυτο-αξιολόγηση που όταν όμως συγχέονται με την ετερο- (εικόνα και αξιολόγηση) καθίστανται μοιραίο για τα άτομα καθώς αυτόματα η προσωπική κρίση τους φιλτράρεται απευθείας από την κοινωνική και το αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, δικαιώνει την τελευταία.

 

 

Οι «σημαντικοί άλλοι» ενσαρκώνουν το τέλειο, το ανώτερο επίπεδο που μπορεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί, θεωρώντας πως μέσα από τα μάτια των άλλων βιώνει την εξωτερική και απρόσκοπτη εξιδανίκευσή του· ωσάν όλες οι πεποιθήσεις -ορθές και μη- των άλλων να διοχετεύονται σε εκείνον με τη μορφή ειλικρινούς ενδιαφέροντος. Οπότε λαμβάνοντας υπόψιν το πρίσμα αυτό, συνδυασμένο με την τάση του για κοινωνικοποίηση και το αίσθημα ανασφάλειας που τον διακατέχει, συχνά αυτοπροβάλλεται ως ένας «καθρέπτης των σκέψεων» των άλλων, που ουδέποτε παύουν -στο μυαλό του- να είναι σημαντικοί.

Αυτή η πραγματικότητα σηματοδοτεί μία από τις πρωταρχικές παραμέτρους για τη νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου: την εξουσία! Αρχής γενομένης από το σημαντικό σημείο όπου το άτομο συνάπτει σχέσεις, δημιουργώντας ο ίδιος τους «σημαντικούς» του «άλλους», ασυναίσθητα περιπλέκεται σε εξουσιαστικούς πολέμους με απώτερο σκοπό την κυριαρχία του ενός ή του άλλου. Άλλωστε, ο υπέρτατος στόχος του ανέκαθεν ήταν και θα είναι η επιβίωση και έπειτα η ευημερία. Κυνικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να συλλογιστούμε πως οι ωραιότερες σχέσεις ζωής μπορούν να μετατραπούν στις χειρότερες μορφές βίας, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο ίδιος «στεφανώνει» τον άλλον με το προνόμιο της σημαντικότητας και εκείνος μπορεί να τον εξαπατήσει .

Ο άνθρωπος ωστόσο, έχει ανάγκη τους «σημαντικούς άλλους» ως μία επιβεβαίωση των πράξεών του, μια άδηλη (ή έκδηλη) κοινωνική κριτική από ανθρώπους που εμπιστεύεται, οπότε θα ήταν άδικο και οξύμωρο να προταθεί ως λύση η ολοκληρωτική απομάκρυνσή τους ή αποφυγή τους. Οπότε από τη δυναμική ισχύ που καλλιεργείται νοητά ανάμεσα τους ξεκινώντας από μία απλή επιρροή και ανταλλαγή πεποιθήσεων, ως ένας γόνιμος διάλογος μπορεί να καταλήξει στην ολοκληρωτική υποδούλωση του εαυτού του άλλου, στην ασυναίσθητη μετατροπή του σε έναν σημαντικό μεν αλλά άλλον δε.

Οι έντονες συγκρούσεις και οι συνεχείς ανταγωνισμοί τον ωθούν να παλεύει καθημερινά με τα «πιστεύω» του και στο σημείο αυτό εμφανίζονται οι προσωπικές αντιστάσεις-φραγμοί που καλούνται να αξιολογήσουν τα δεδομένα των άλλων. Η νοημοσύνη αλλά και η ηθική καλούνται να αποφασίσουν για την υιοθέτηση ορισμένων χαρακτηριστικών και ανάλογα με τον βαθμό σύμπνοιας και ομοιογένειας διαμορφώνεται και η προσωπικότητα του ανθρώπου. Ο τελευταίος λοιπόν οφείλει να συμπεριλάβει τις εσωτερικές παρορμήσεις του υπό τον γνώμονα των κοινωνικών κανόνων αλλά και των εξωτερικών του σχέσεων για να συγκροτήσει έναν δικό του (;) εαυτό.

Το «εγώ» του ενός εμφανίζεται να είναι οι άλλοι, όπως και μπορεί να συμβεί το αντίστροφο. Όλοι εν δυνάμει έχουν την ικανότητα (και την πρόκληση) να βρεθούν στη θέση του «σημαντικού άλλου» για κάποιον και τα αποτελέσματα που προκύπτουν είναι διττά: οι άνθρωποι μπορεί να νιώσουν την κοινωνική ευθύνη με αντίστοιχη καλλιέργεια του προσωπικού τους χαρακτήρα ή να θεωρήσουν πως αυτή είναι μία ευκαιρία «προσηλυτισμού» και ομογενοποίησης των ατόμων. Εξάλλου όσο λιγότερες οι αποκλίσεις, τόσο πιο αχαλίνωτη η καθοδήγηση και η υποταγή.

Δίπλα στη θέση των «σημαντικών άλλων» θα μπορούσε να τοποθετηθεί ένας «σημαντικός εγώ»- ο εαυτός του ανθρώπου. Οι απόλυτα ατομικές του φιλοδοξίες, πεποιθήσεις, όνειρα και στοιχεία της προσωπικότητάς του να βρεθούν πλάι στις αναπόφευκτα αποκλειστικές σκέψεις των ατόμων γύρω του. Η σύγκληση των αυθεντικών βλεμμάτων ίσως αναδείξει έναν ορθότερο δρόμο που όμως, κάθε φορά, είναι σημαντικό (και ίσως το σημαντικότερο) να τοποθετεί ως κύριο μέλημα τον ίδιο τον άνθρωπο στην ολότητά του.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου