«Σ’ αγαπώ»… Kαι μετά το χάος; Μόνο δυο λέξεις είναι ικανές να πυροδοτήσουν μια καταστροφή μέσα μας, να μετατρέψουν αστραπιαία το σώμα μας σε άψυχο άγαλμα, να μας στερήσουν εκείνη την ανάσα που καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε με τον πιο κατάλληλο τρόπο και να μας φέρουν αντιμέτωπους με τα μάτια του άλλου ανθρώπου. Εκείνη τη στιγμή, όποια και αν είναι η έκβαση της βαρυσήμαντης αυτής δήλωσης, το μόνο που μετράει για τον άλλον είναι η άμεση αντίδρασή μας -η απάντησή μας στη φανερή πλέον έκκληση του έρωτά του.

Με αυτές τις απλές φαινομενικά λέξεις τα συναισθήματα λαμβάνουν πραγματική υπόσταση. Δεν αποτελούν πλέον μεταμεσονύχτιες σκέψεις ενός ονειροπόλου που φαντάζεται το παρθενικό εκείνο «σε αγαπάω» να βγαίνει κατευθείαν από τον πίνακα κάποιου ρομαντικού ζωγράφου και να χωρίζεται επακριβώς στη μέση για να παραδοθεί και στους δύο. Οι λέξεις κρύβουν ένα τέλος και μια αρχή, ένα νέο ξεκίνημα, μια καινούρια αλήθεια αλλά και μια γλυκόπικρη ανάμνηση ενός παρελθόντος που ξαφνικά μοιάζει αλλιώτικο. Είναι η στιγμή της απόφασης που κρίνεται το μέλλον της σχέσης και ίσως και η περάτωσή της. Σηματοδοτούν ένα σημείο που μετά από αυτό δεν υπάρχει συνέχεια παρά μόνο κάτι άγνωστο και ομιχλώδες -μα η αγάπη δεν είναι έτσι;- , οπότε από μόνο του συντελεί μια δοκιμασία και για εκείνον που το λέει και για εκείνον που το δέχεται. Παρ’ όλο λοιπόν που όλοι έχουμε συλλογιστεί σε κάπως φαντασιακά πλαίσια τον τρόπο με τον οποίο θα επιθυμούσαμε να ακούσουμε αυτές τις λέξεις, τον άνθρωπο που θα μπορέσει να τις υποστηρίξει αλλά και τα αναμενόμενα θετικά μας συναισθήματα στην εκδήλωσή τους συχνά σιωπούμε. Αυτό το κενό, τα δευτερόλεπτα που τίποτα δεν κινείται ή ακούγεται, υπάρχουν στην ατμόσφαιρα δύο λέξεις που αιωρούνται ανάμεσά μας και εμείς καλούμαστε να τις αρπάξουμε δυνατά κι όμως διστάζουμε.

 

 

«Κι εγώ» απαντάμε, σαν να φοβόμαστε πως εάν πούμε την ίδια φράση θα είμαστε δεμένοι με κάποιον τρόπο με αυτόν τον άνθρωπο, υποχρεωμένοι να υποκλιθούμε σε κάτι που ίσως ακόμα δεν πιστεύουμε, σε ένα συναίσθημα που δεν ξέρουμε να αναγνωρίσουμε ή διστάζουμε να παραδεχτούμε. Έχουμε τη γνώση πως η αγάπη είναι μια λέξη που δεν μπορείς να πετάξεις σαν δόλωμα και να περιμένεις από τον άλλον να σε ακολουθεί παντού πιστά. Πρέπει να της συμπεριφέρεσαι με τρυφερότητα και προσοχή. Είναι εύθραυστη λέξη, πιο πολύ κι από εκείνα τα μπιμπελό στις βιβλιοθήκες μας και κάθε φορά που κάποιος τα πλησιάζει λιγάκι ιδρώνουμε. Πρέπει λοιπόν να τη φροντίζεις και να απομακρύνεις κάθε τι που μπορεί να τη θέσει σε κίνδυνο. Ενώπιον εκείνης στωικά σχεδόν την αποδέχεσαι, μα έχεις μια αμφιβολία και διστάζεις ακόμα να την ανταποδώσεις· λησμονείς πως δεν είναι δούναι και λαβείν.

«Όχι, δε νομίζω» πως αισθάνεσαι κάτι τέτοιο. Τη στιγμή της αμφισβήτησης και των πυρών για να περάσουμε από το στάδιο του έρωτα σε εκείνο της αγάπης οφείλουμε να παλέψουμε με τα πιστεύω μας. Αντικριστά λοιπόν θα πείσουμε ο ένας τον άλλον για τις αποδείξεις αυτού του αισθήματος, τους λόγους και τις προϋποθέσεις που το συνοδεύουν, θα ωθήσουμε τον άλλον στα άκρα μονάχα για να σιγουρευτούμε για την αλήθεια του. Η πτώση του εγωισμού (και η συνακόλουθη εγκαθίδρυση της αγάπης) έρχεται μέσα από την επιφανειακή απόρριψη, την άρνηση μιας αγάπης που ίσως ποτέ δεν είχε εκδηλωθεί ή είχε παρουσιαστεί μπροστά μας αλλά επιζητούμε κάτι περισσότερο από μια λεκτική επιβεβαίωση, επιζητούμε μια ξεκάθαρη δήλωση. Είναι μεγάλη δύναμη η αγάπη στα χέρια κάποιου που αδυνατεί να αναρωτηθεί για την πραγματική της μορφή.

«Σε ευχαριστώ» που με αγαπάς γιατί η αγάπη είναι το πιο όμορφο δώρο. Ευχαριστούμε τον άλλον σαν να εξαρτιόταν απόλυτα από εκείνον εάν θα ένιωθε κάτι τέτοιο και εμείς απλώς δεχόμαστε αναντίρρητα αυτή τη θέρμη. Αναγνωρίζουμε το θάρρος της πρότασής του, επικυρώνουμε την ψυχική δύναμη ωσάν να λέμε πως είμαστε υπόχρεοι σε εκείνον που κατάφερε να παρουσιάσει τα συναισθήματά του, μα εμείς μπορούμε απλώς να τον χειροκροτήσουμε. Να επιβραβεύσουμε μια πρόσκληση για τον εσωτερικό του κόσμο που εμείς ίσως δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε. Ένα μικρό ενοχικό χαμόγελο, μια καθησυχαστική ματιά και ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση, απλώς συνθέτουν μια κεκαλυμμένη απόρριψη, ένα «συγγνώμη» που μετατράπηκε σε ένα ευγενικό «ευχαριστώ», το οποίο όμως σηματοδοτεί μια ευθεία γραμμή. «Σας ευχαριστώ για την αγάπη σας αλλά εγώ δεν μπορώ να πω κι το ίδιο».

«Σε αγαπάω» λέμε όταν η αγάπη μας είναι διάφανος καθρέφτης. Η ιδανικότερη έκβαση της δήλωσης αυτής, το απόλυτο ολόκληρο, ένας κύκλος που βρίσκει την άκρη του και γίνεται αέναος με τη δική μας προτροπή, μια δικαίωση των ενστίκτων μας που επιτέλους θα μπορέσουν να βρουν αντίκτυπο και μια επιβεβαίωση πως όσα βρίσκονται μέσα μας δεν αποτελούν μονάχα προσωπική επιθυμία. Είναι το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού και το παράλογο φιλί, είναι η σφιχτή αγκαλιά και το χαμόγελο που ζωγραφίζει ειλικρίνεια, το γλυκό μούδιασμα του μυαλού και το γκρέμισμα κάθε υψωμένου τοίχου. Είναι ένα τελετουργικό για επισφράγιση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανάμεσά μας, το κοινό μας πλέον μυστικό.

Παύση· βέτο, συμβόλαια και ρήτρες. Είναι η απαραίτητη σιωπή μιας άτυπης συμφωνίας ανάμεσα σε δύο που από τη στιγμή που η φράση αυτή έπεσε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσής τους όλα είναι απαραίτητο να αναδιατυπωθούν. Νέα δεδομένα και νέες συνθήκες, ένας άνθρωπος που δεν αποτελεί πλέον την ενσάρκωση του έρωτα αλλά ελλοχεύει μέσα του μια βαθύτερη ανάγκη για κάτι αμοιβαίο, μια αυτοκριτική των συναισθημάτων του, μια αυτοπροβολή του νέου «εγώ», εκείνου που χαρακτηρίζεται από αγάπη. Είναι σημαντική λοιπόν μια παύση στην πραγματικότητα για κατανόηση όσων μέχρι τώρα υπήρξαν και όσων πρόκειται να εμφανιστούν. Μια ανάσα και λίγη πραότητα για να έρθουμε αντιμέτωποι με εκείνη.

Αυτά τα οχτώ γράμματα μπορεί να υπάρξουν παντού και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα ή προμελετημένα, γεμάτα ερωτηματικά αλλά και με θαυμαστικά να τα ακολουθούν. Είναι όμορφα και ποθητά -όλοι αδημονούν για ένα ειλικρινές «σ’ αγαπώ» και όλοι ελπίζουν σε εκείνο, μα δεν είναι όλοι έτοιμοι να το ακούσουν, πόσο μάλλον να το δεχτούν. Ας ψάξουμε λοιπόν την καρδιά μας και ας την αντικρίσουμε με διαφάνεια για να νιώσουμε τι ακριβώς ζητά εκείνη και τι μπορούμε να της χαρίσουμε. Μα πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως το πρώτο «σε αγαπώ» γρατζουνάει όπως «γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο ποίημα. Κι είναι αυτές οι αγριμάδες που αν συμπέσουν και κάνουν καινούριο φεγγάρι μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η ιστορία του κόσμου».  – Οδυσσέας Ελύτης

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη