«Ακόμα κι ο λίγος έρωτας, δε φέρνει ανακωχή στη μοναξιά» (Ν. Χριστιανόπουλος) κι αυτό είναι η πικρή αλήθεια. Όλοι επιθυμούμε να ερωτευθούμε μήπως και σωθούμε απ’ αυτά που μας βασανίζουν, από όσες σκοτεινές σκέψεις δεν μπορούμε να διώξουμε γιατί εκείνος θα μας φωτίσει, θα μας δείξει πως υπάρχει ζωή και χωρίς δυσκολίες ή τουλάχιστον πως μ’ έναν άνθρωπο δίπλα μας, ξεπερνιούνται πιο εύκολα. Αλλά όσο και να θέλουμε να λειτουργήσει ως αναλγητικό, ο έρωτας, σαν από μηχανής θεός, δεν μπορεί να υπάρξει έτσι. Πρέπει δυστυχώς να μας έρθει απαλά κι ήρεμα, να μας συγκινήσει απροκάλυπτα κι απρόβλεπτα.
Αδυνατούμε να τον χρησιμοποιήσουμε σε όλο του το μεγαλείο, μόνο και μόνο επειδή τον έχουμε ανάγκη ή επειδή θέλουμε να πείσουμε τον εαυτό μας πως εφόσον τον χρειαζόμαστε και βρήκαμε έναν άνθρωπο, με τον οποίο θα μπορούσαμε κάτω από κάποιες συνθήκες, να τον ερωτευθούμε, τότε έχουμε και τη δυνατότητα. Κανείς μας δε γεννήθηκε με τη συναισθηματική δεινότητα να ερωτευτεί όποτε πιστεύει πως το έχει περισσότερο ανάγκη ή όποτε θεωρεί πως βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο. Ερωτευόμαστε, όταν είμαστε έτοιμοι να ερωτευθούμε.
Μακάρι να μπορούσαμε να προστάξουμε την καρδιά και το μυαλό μας να δοθούν κατευθείαν σ’ ένα άτομο, να εξαπολύσουν όλα εκείνα τα συναισθήματα και τις θετικές σκέψεις που θα είχαν τη «δύναμη» να μας εξυψώσουν. Αλλά δεν μπορεί να συμβεί μαγικά. Μπορεί να υπάρχουν όλες οι «αντικειμενικές» προϋποθέσεις αλλά εάν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε έτοιμοι ν’ αξιοποιήσουμε αυτές τις καταστάσεις προς όφελός μας, αυτό ίσως μας λέει πως δεν= φτάνει μόνο η θέλησή μας για έρωτα. Το να μπορούμε ν’ αφεθούμε και να μη φοβόμαστε να εκτεθούμε ή να πληγωθούμε, σημαίνει πως είμαστε ικανοί να επιτρέψουμε στον άλλον να μας δει και να μας αντιμετωπίσει όπως πραγματικά είμαστε. Είναι απόλυτα λογικό κι αναμενόμενο πως θα πληγωθούμε κάποια στιγμή -κανείς μας δεν μπορεί να το αποτρέψει αυτό- αλλά αυτό από την άλλη, δε σημαίνει πως δε θα ερωτευθούμε ποτέ ή πως θα προσπαθήσουμε σε κάθε σχέση να μην πληγωθούμε. Γι’ αυτόν τον λόγο, για να ερωτευθούμε πραγματικά, μάλλον θα πρέπει να είμαστε «οκέι» με τον εαυτό μας αλλά και να είμαστε «διαθέσιμοι» γι’ αυτόν τον έρωτα.
Αυτό δε σημαίνει πως οποιαδήποτε άλλη προτεραιότητα που έχουμε θέσει στη ζωή μας θα την παρατήσουμε για τον έρωτα ή δε θ’ ασχοληθούμε με τίποτα άλλο πέρα από εκείνον, αλλά θα τον αφήσουμε να μπει στην καθημερινότητά μας. Σαν κάτι παραπάνω από μια ακόμη «δραστηριότητα» μέσα στην ημέρα ή σαν ένα «φάρμακο» που μας κάνει να ξεχνιόμαστε από τα προβλήματά μας. Μέσα μας, εάν νιώθουμε πως χρειαζόμαστε κάτι άλλο, το οποίο δεν έχει να κάνει με τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας τότε θα ήταν πιο «αποτελεσματικό» ν’ απομακρυνθούμε από εκείνον, για το καλό και των δύο. Μια ερωτική σχέση δεν μπορεί να μας σώσει ή να μας δώσει όλα εκείνα τα οποία θεωρούμε πως στερούμαστε, όσο καλός και να είναι ο άλλος ή όσο και να πιστεύουμε πως ταιριάζουμε. Γιατί το ζήτημα δεν έχει να κάνει με τον άλλον, όσο εγωιστικό κι εάν ακούγεται, αλλά μ’ εμάς τους ίδιους. Κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να ερωτευθούμε, δεν εξαρτάται σχεδόν καθόλου από εκείνον· είναι πολύ προσωπικό θέμα μας, κάτι το οποίο λησμονούμε πολλές φορές.
Ο έρωτας δεν είναι ο ψυχολόγος μας, ο κολλητός που θα μας ακούσει να γκρινιάζουμε, ο μπάρμαν που θα πούμε μεθυσμένοι τα προβλήματά μας, ούτε και η γάτα μας που δε μας καταλαβαίνει όταν νευριάζουμε. Μπορεί να ενσαρκώνεται σ’ έναν άνθρωπο, να αποκτά λόγο ύπαρξης επειδή κάτι μέσα μας λέει πως θα μας έκανε καλό, αλλά δεν αρκούν αυτά, όπως δεν αρκεί να ταιριάζουμε με τον άλλον ή να θεωρούμε πως θα μας βγάλει από τη μιζέρια ή τη μοναξιά μας. Είναι πιθανό να ισχύουν όλα αυτά ή και να είναι δημιουργήματα της επιτακτικής ανάγκης μας, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο θα βγει ένας «παραμορφωμένος» έρωτας που δε θα αξίζει σε κανέναν. Θα είναι σαν μια απομίμηση του «τι θα μπορούσε να συμβεί» αν ήμασταν πραγματικά έτοιμοι να μη φοβηθούμε να ζήσουμε τον έρωτα στην ολότητα κι απολυτότητά του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου