Στις 16 Δεκεμβρίου του 1773 πετάχτηκαν στο λιμάνι της Βοστόνης της Μασαχουσέτης 342 σεντούκια που περιείχαν τσάι από 50 ανθρώπους μεταμφιεσμένους σε γηγενείς Αμερικάνους (Ινδιάνους). Αν υπολογίζαμε την αξία που θα είχε σήμερα αυτή η ποσότητα θα κόστιζε 1 εκατομμύριο δολάρια, κι όλα αυτά δεν έγιναν επειδή σταμάτησε να τούς αρέσει να πίνουν τσάι.
Ο διοικητής της περιοχής όταν έφτασαν τρία πλοία με το εμπόρευμα αρνήθηκε ν’ απομακρυνθούν και για αυτόν τον λόγο με εντολή του Samuel Adams μαζί με την οργάνωση Sons of Liberty προέβησαν σ’ αυτήν την ενέργεια. Αυτή η κίνηση όμως δεν ήταν απλά μία πράξη μίσους αλλά ένα μήνυμα αγανάκτησης απ’ τους εργάτες και τους κατοίκους των αποικιών.
Η Βρετανική οικονομία βρισκόταν ήδη σε δυσμενή κατάσταση κι αυτό ήταν αναμενόμενο να επηρεάσει και τη φορολογία των αποίκων. Το νομοσχέδιο που αύξησε την τιμή του τσαγιού (Tea Act), που ήταν ήδη υπερβολικό, ήταν τ’ αποτέλεσμα του μονοπωλίου του τσαγιού στη Βόρεια Αμερική απ’ τη Βρετανική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών που είχε δοθεί την ίδια χρονιά. Η αποικία αυτή φαίνεται να είχε διαμάχη με τη Βρετανία, αναφορικά με τους φόρους κι ο νόμος αυτός ήταν η αφορμή που τούς έδωσε την ευκαιρία για ν’ αντιδράσουν.
Η ομάδα που αναφέραμε προηγουμένως (Sons of Liberty) πέραν του ότι ήταν εκείνοι οι οποίοι συσπειρώθηκαν κι αντέδρασαν μ’ εμφανή κι έντονο τρόπο στην αδικία αυτή που συνέβη με τη φορολόγηση του τσαγιού και κατ’ επέκταση με τη φορολογική τυραννία, ήταν η φωνή ενός αιτήματος γενικότερης εκπροσώπησης η οποία έλειπε απ’ την πολιτική σκηνή. Οι άποικοι – κάπως αναμενόμενα εάν σκεφτούμε πως εκλαμβάνονταν ως σκλάβοι -δεν είχαν πολιτικό βήμα μ’ αποτέλεσμα τα όποια αιτήματα τους, δεν εισακούονταν ποτέ αλλά κι οι αποφάσεις που λαμβάνονταν για τη ζωή τους ήταν προϊόντα του αγγλικού κοινοβουλίου.
Η αφορμή επομένως που δόθηκε ήταν η τέλεια ευκαιρία για να διεκδικήσουν κι εκείνοι τα δικαιώματα τους ως πολίτες. Οι Βρετανοί όμως θα ήταν αδύνατο ν’ αφήσουν μία τέτοια πράξη δίχως ν’ απαντήσουν εάν συλλογιστούμε μάλιστα πως το τσάι ήταν το πολυτιμότερο αγαθό που είχαν. Παρόλο που έστειλαν 4.000 στρατιώτες για να επιβάλλουν την τάξη εκείνοι απέτυχαν και γύρισαν πίσω. Λίγα χρόνια αργότερα προσπάθησαν να λάβουν στρατιωτικό υλικό απ’ το Κονκόρντ της Μασαχουσέτης αλλά κι αυτή η προσπάθεια να καθυστερήσουν την επανάσταση δε στέφθηκε μ’ επιτυχία. Οι Αμερικάνοι δεν είχαν καταφέρει μονάχα να σταματήσουν τα στρατεύματα των Άγγλων αλλά και να δώσουν το σήμα για τη γενικότερη εξέγερση που επρόκειτο να ξεσπάσει.
Όταν συνέβη το σκηνικό με τα κιβώτια γεμάτα τσάι που πετάχτηκαν στη θάλασσα, οι άνθρωποι φώναζαν “Taxed Enough Already” που μεταφράζεται ως η φορολογία είναι ήδη αρκετή, όπου καθόλου τυχαία, είναι τ’ αρχικά του τσαγιού στα αγγλικά όπως συγχρόνως ακουγόταν και το “no taxation without representation” που σημαίνει ότι καμία φορολόγηση, χωρίς εκπροσώπηση.
Η διαμάχη όμως ανάμεσα σ’ αυτές τις κυρίαρχες δυνάμεις έμελλε να κρατήσει για 8 χρόνια ώσπου στις 4 Ιουλίου 1776 διακηρύσσεται η ημέρα ανεξαρτησίας της Αμερικής, όπου γιορτάζεται μέχρι και σήμερα. Επί της ουσίας όμως στις 19 Οκτωβρίου του 1781 ο αγγλικός στρατός παραδόθηκε ολοκληρωτικά, ενώ τα τελευταία αγγλικά στρατεύματα αποχώρησαν απ’ τις περιοχές εκείνες στις 25 Νοεμβρίου του 1783. Λίγους μήνες νωρίτερα το 1783 και συγκεκριμένα στις 3 Σεπτεμβρίου με τη Συνθήκη του Παρισιού η Αγγλία παρέδωσε τα εδάφη αυτά στην Αμερική.
Παρόμοια γεγονότα μ’ εκείνα του 1773 θα μπορούσαν να είχαν γίνει και νωρίτερα εάν σκεφτούμε τον φόρο που είχε επιβληθεί το 1764 στη ζάχαρη κι έναν χρόνο αργότερα στα γραμματόσημα; Ίσως, τ’ αποτελέσματα εάν κάτι αντίστοιχο γινόταν τότε να μην είχαν οδηγήσει την Αμερική στην αποδέσμευση της και οι υπέρογκες τιμές του τσαγιού να ήταν απλά μια αφορμή για να μπορούσε η ομάδα εκείνη να πρωτοστατήσει, μια ιδέα που μάλλον ετοίμαζε καιρό.
Ίσως, τα χρήματα να μην έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο ή τουλάχιστον να μην ήταν καίρια αιτία για επανάσταση εάν υπήρχε την ίδια στιγμή πολιτική θέση για τους άποικους μέσα στη Βουλή. Ο Chris Harman, δημοσιογράφος και μέλος του Socialist Workers Party σημειώνει πως: «Το ζήτημα δεν ήταν πια η φορολογία, αλλά το αν οι κάτοικοι των αποικιών θα είχαν λόγο για τους νόμους που τους κυβερνούσαν». Η ουσία της ελευθερίας όπως ορθά τέθηκε, είναι ο βαθμός τον οποίο έχουν ορισμένοι άνθρωποι στην πολιτική σκηνή και πόσο οι πεποιθήσεις τους μπορούν να επηρεάσουν και να οδηγήσουν σε ψήφιση νόμων. Η εξουσία δεν εκτιμάται στα χρήματα αλλά στη δυνατότητα ενός ή λίγων να λαμβάνουν αποφάσεις για τη ζωή πολλών άλλων.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος