«Δε μου αρέσει ο έρωτας ως προσταγή, ως έρευνα, πρέπει να σου έρθει στην πόρτα σαν πεινασμένη γάτα.» Τ. Μπουκόφσκι
Η προστακτική κάνει τα πάντα βίαια και γρήγορα, σαν να πρέπει να προλάβουμε πράγματα στη ζωή μας, λες και ο χρόνος μας λιγοστεύει μέρα με τη μέρα, με μια κυνική διάθεση να μας διακατέχει. Κι εμείς τρέχουμε και πέφτουμε και σκοντάφτουμε και δεν καταλαβαίνουμε πότε πέρασε η ζωή χωρίς να νιώσουμε αληθινά. «Μίλα, τρέξε, παίξε, γέλασε, κολύμπα, μάθε, γνώρισε, στάσου, προχώρα, ερωτεύσου, μεγάλωσε, σκέψου και το κυριότερο: αγάπα!». Ποιος μπορεί να κινήσει με χάρη ένα μαγικό ραβδάκι και να μας μετατρέψει σε ανθρώπους που μπορούν να αγαπήσουν αλλά και να αγαπηθούν;
Εάν το σκεφτούμε σφαιρικά, η κοινωνία είναι βασισμένη πάνω σε αυτό που αδυνατούμε εκ φύσεως να καταφέρουμε: να εκβιάσουμε την αγάπη. Σκηνοθετεί μια προσεκτικά (απο)δοσμένη προσταγή της προς πρόσωπα, θέσεις και εξουσίες, η οποία μας φαίνεται σαν κάτι το φυσιολογικό και το φυσικό· η αγάπη είναι κάτι αναμενόμενο προς και για κάποιους.
Η πρώτη «απαραίτητη» αγάπη είναι εκείνη προς τους γονείς μας· δίχως να τους γνωρίσουμε καλούμαστε να τους λατρέψουμε καθώς μας φροντίζουν, καλλιεργούμε θετικά συναισθήματα προς εκείνους γιατί μας κρατούν ασφαλή. Η πρώτη αγάπη κρύβει μέσα της την επιβεβαίωση της μοναδικότητας και μια σιγουριά της επιβίωσής μας. Αντίστοιχα κι εκείνοι, πλάθουν μέσα τους μια παρόμοια αγάπη -δεν ξέρουν ποιοι είμαστε, ούτε ποιοι θα γίνουμε στο μέλλον. Κανείς δεν τα σκέφτεται αυτά όταν βρίσκεται στη μία ή στην άλλη θέση γιατί αυτή η αγάπη είναι αληθινή κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Μετά από αυτή την αγάπη μαθαίνουμε μια πιο εγωιστική: εκείνη του έρωτα. «Μα γιατί δε με αγαπάει;» αναρωτιόμαστε κι ευχόμαστε να υπήρχαν όλα εκείνα τα μαγικά φίλτρα της φαντασίας μας για να μπορούσαμε να δείξουμε στον άλλον πόσο πολύ τον αγαπάμε! Ενώ έχουμε προσφέρει αντικειμενικά (κατά τη δική μας κρίση) τα πάντα στο υποκείμενο του πόθου μας, εκείνο ακόμα να υποκύψει και να μας πει τις πολυπόθητες δύο λέξεις. Μα κι εμείς ξεχνάμε πως έχουμε αφήσει ανθρώπους πίσω μας, πως έχουμε απορρίψει την αγάπη άλλων. Άραγε γιατί εμείς δε θέλουμε την αγάπη τους αλλά επιζητούμε να δεχτεί κάποιος άλλος τη δική μας;
Οι πέντε αυτές λέξεις συχνά ψεύδονται και στον ίδιο τους τον εαυτό, φαντάζονται πως είναι αγάπη ενώ στην πραγματικότητα θα μπορούσαν ορθότερα να αποτυπωθούν με άλλες λέξεις: επιβεβαίωση, επιβράβευση, κατανόηση, αποδοχή, φόβος, μοναξιά, εγωισμός, αυταρέσκεια, συμφέρον. Όχι και τόσο όμορφες λέξεις αλλά δελεαστικές και δαιμονοποιημένες. Κανείς δε θα έδινε την αγάπη του σε κάποιον εάν του έλεγε πως την ήθελε για να δώσει εύσημα στον εαυτό του. Κανείς δε θα το δέχονταν αυτό χωρίς ερωτήσεις, μα την αγάπη κανείς δεν την αμφισβητεί. Έχουμε μάθει ποτέ να μη ζητάμε τους λόγους ύπαρξής της, να της συμπεριφερόμαστε σαν αερικό που κινείται στον χώρο, ωσάν μια θεϊκή οντότητα δίχως ουσιαστική υπόσταση με έμπρακτα στοιχεία.
Ας ρωτήσουμε γιατί μας αγαπούν. Ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας γιατί τους αγαπάμε. Η αλήθεια είναι πως, όπως χρειαζόμαστε ανθρώπους στη ζωή μας, με τον ίδιο τρόπο έχουμε ανάγκη και την αγάπη, εάν όχι σε όλα, τουλάχιστον στα σημαντικά. Αλλά ξεκινώντας από τον εαυτό μας οφείλουμε να την καλλιεργήσουμε, να την αφήσουμε να κυλήσει μέσα μας και να περάσει από όλα τα στάδια που απαιτούνται για να φτάσει στην ολοκλήρωσή της. Είναι ένας κύκλος που η άκρη της δεν απέχει δραματικά από εκείνη της αδιαφορίας. Ένα βήμα μακριά και βρισκόμαστε ήδη στην άλλη πλευρά της αλήθειας.
Η αγάπη είναι ελεύθερη να επιλέξει, ποτέ της δε θα γίνει όμηρος μα ούτε και δυνάστης. Κάποιος που αγαπά ειλικρινά δεν πληγώνει, ούτε δρα ανεξέλεγκτα με ανεπανόρθωτες συνέπειες. Κάποιος που αγαπά δεν αφήνει, αλλά κρατά σφιχτά και το κράτημα αυτό δεν πονάει· η αγάπη δε δημιουργήθηκε για να πονάει. Αλλά δεν είμαστε ικανοί όλοι στη ζωή μας να αναπτύξουμε ουσιαστικές σχέσεις αγάπης και κανείς δεν το συλλογίζεται εξαρχής αυτό. Κι αυτό γιατί όλοι εν δυνάμει έχουμε καρδιά: το βασικό όργανο της αγάπης. Βιολογικά όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, μα αυτό που ξεχωρίζει τις βαθύτερές μας σχέσεις, εκείνες με τους ανθρώπους που αισθανόμαστε ασφαλείς, τα προσωπικά μας καταφύγια, είναι η ψυχή! Το σθένος και η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να υπάρξουμε μαζί με εκείνον τον άνθρωπο, να σταθούμε δίπλα του περήφανα, να τον κοιτάξουμε καθαρά, να του απλώσουμε το χέρι μας για να ανέβει πιο ψηλά, να του δώσουμε έναν ώμο να ξαποστάσει και να κλάψει.
Η πραγματική αγάπη δεν τίθεται ποτέ στην προστακτική γιατί η τελευταία ποτέ δεν καταλαβαίνει, απλώς διατάζει πράγματα, προτρέχει γιατί ήδη ξέρει πού να δώσει έμφαση, μα χάνει το όλο νόημα. Εάν τεθεί σε έναν προστακτικό κόσμο, γεμάτο θαυμαστικά, θα χάσει τη μαγεία την απλότητάς της. Κι η αγάπη δεν έχει ανάγκη από μνημειώδη αγάλματα, αλλά από ψιθυριστές τελείες γεμάτες ουσία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου