Έχω γράψει αμέτρητες λέξεις στη ζωή μου. Ξεκίνησα με τις απλές και μετά συνέχισα με τις δύσκολες, πάντα με ένα φαγωμένο μικρό μολύβι που ποτέ δεν έξυσα μήπως και έφευγε αυτή η απαλή μολυβένια υφή που άφηνε. Έγραφα για πολύ καιρό λέξεις που δε σήμαιναν κάτι ιδιαίτερο για μένα, αλλά έκανα εξάσκηση για όλα εκείνα τα σπουδαία που θεωρούσα πως θα έγραφα στο μέλλον. Με παίδευε υπερβολικά αυτή η ορθογραφία, οπότε καταλαβαίνεις πως στην αρχή δε μου άρεσαν και τόσο οι λέξεις που έγραφα γιατί συνοδεύονταν πάντα από μια κόκκινη σημείωση. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, οπότε συνέχιζα να μαθαίνω απ’ έξω τους κανόνες και τους τονισμούς, να προσέχω τις καταλήξεις, πότε θα έπρεπε να βάλω «ω» ή «ο», τα διαφορετικά «ι» και τις εξαιρέσεις. Οι λέξεις δεν ήταν κάτι πέρα από παίδεμα. Μόνο στα βιβλία μού φαίνονταν πως όλα αυτά δεν είχαν νόημα, πως δε θα τα διόρθωνε κανείς -ίσως επειδή ήταν ήδη σωστά-, αλλά το θέμα είναι πως δε με ένοιαζε να κοιτάξω εάν ήταν σωστά γραμμένα για να τους βάλω αστεράκι. Μου άρεσε -έτσι παιδικά και αθώα- το νόημά τους, το τι έλεγαν αυτές οι λέξεις που μόνες τους εάν τις έβλεπα θα μου ήταν αδιάφορες. Αλλά και πάλι δε μου ανήκαν.

Μιλούσαν για μένα, με εξέφραζαν, με γοήτευαν, κάποιες φορές ακόμα και με συγκινούσαν αλλά δεν τις αγαπούσα. Γιατί δεν ήταν δικές μου, δεν ήταν δημιούργημά μου. Ήθελα να τις ερωτευτώ απ’ την αρχή, να παλέψω να τις βγάλω από μέσα μου και να τις κατακτήσω. Αλλά για αυτό έπρεπε να γράψω. Ήταν ανάγκη και παραμένει ανάγκη. Όμως δεν ήταν καταναγκαστική. Εγώ πήρα ένα όμορφο τετράδιο και το γεμάτο μου στιλό πιστεύοντας πως το πρώτο πράγμα που θα γράψω θα ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό είχε υπάρξει. Δυστυχώς δεν ήταν. Αλλά δε με πείραξε, γιατί δεν το κατάλαβα παρά κάποια χρόνια αργότερα. Έγραφα και ξαναέγραφα, δεν μουτζούρωνα τίποτα λόγω μιας πεποίθησης που υποστήριζε πως «αφού γράφτηκε θα ήταν σημαντικό για μένα», άρα δεν έπρεπε και να το ξεχάσω. Όλα τα ήθελα και οργανωμένα, χωρίς κάτι να μου τραβά την προσοχή στο χαρτί πέρα από τις λέξεις. Αλλά αργότερα κατέρριψα και αυτή τη θεωρία.

Είχα πειστεί πως οι μοναχικοί άνθρωποι καταφεύγουν σε κάτι που δε θα χρειαστεί να μιλούν εκείνοι για όσα θέλουν αλλά θα χρησιμοποιήσουν την τέχνη για αυτό. Κατά κάποιον τρόπο, μου άρεσε η ιδέα να είμαι «ορατή» μόνο μέσα από τις λέξεις, να φωνάζω αλλά κανείς πρακτικά να μη με ακούει, να μιλάω για όσα με απασχολούν χωρίς να με προσέχει κάποιος. Ούτε και ήθελα να πω πως γράφω, αλλά ήθελα να βλέπω τις αντιδράσεις, τα μάτια τους όταν διάβαζαν όσα έγραφα, ήθελα να νιώθω τον ρυθμό της καρδιάς τους και να παρατηρώ τα χέρια τους όταν θα έσφιγγαν το χαρτί. Ούτε αυτό κατάφερα να το κάνω. Αλλά ήθελα να αγαπήσω αθεράπευτα τις λέξεις μου και όσες είναι ακόμα καταχωνιασμένες στα παλιά μου τετράδια τις συμπαθώ πραγματικά. Είναι γλυκές και όμορφες, πάνε να πουν κάτι αλλά στο τέλος χαμογελούν -και όχι επειδή ανακάλυψαν κάτι κρυφό.

Θυμάμαι όμως τις λέξεις εκείνες που πόνεσαν για να τις γράψω. Αυτές δεν τις ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά, ίσως για αυτό αρνούμαι και τον κεραυνοβόλο έρωτα, αλλά όσο τις κοιτούσα, τόσο κούμπωναν μέσα μου. Με άγγιξαν με έναν πρωτόγνωρο τρόπο, σαν να μου άνοιξαν απότομα τα μάτια και να μου έδειξαν τι προσπαθούσα να πω τόσο καιρό. Για πρώτη φορά μετά από καιρό δεν έγραψα αμέσως μετά, τις άφησα να στεριώσουν μέσα μου, να σταθούν και να ριζώσουν στη σκέψη μου. Αυτές μου ανήκαν πραγματικά αλλά όπως όλοι οι ερωτευμένοι ήθελα πάντα κάτι παραπάνω. Ήθελα να τις διαβάζουν οι άνθρωποι και να συγκινούνται, να καίγονται, να μην είναι μονότονοι αλλά ούτε και αδιάφοροι, ήθελα είτε να μισούν αυτά που γράφω (γιατί θα ήταν απεγνωσμένοι να αποφύγουν κάτι που θα τους έμοιαζε), είτε να τα λατρεύουν (γιατί θα ήταν κάτι τόσο διαφορετικό από όσα επιθυμούσαν).

Οι λέξεις μου ήθελα να καρφώνονται σαν πρόκες, που έλεγε και ο Αναγνωστάκης, να μην μπορεί τίποτα να τις πάρει μακριά, να σημαδεύουν τους ανθρώπους που τις διαβάζουν και να μην τις προσπερνούν απλώς σαν κάτι ασήμαντο και τετριμμένο. Αλλά για αυτό το τετριμμένο και το συνηθισμένο, και ποιος δεν έχει γράψει; Δεν ξέρω πόσες λέξεις έχω αφήσει να με κατακλύσουν για να μιλήσω για τον έρωτα, την ισότητα και τα βιβλία, για τη θάλασσα, τις πληγωμένες καρδιές και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δεν ξέρω πόσες λέξεις θα χρειαστώ ακόμα για να συμπληρώσω, να αναθεωρήσω και να απορρίψω όσα έχω γράψει. Όμως είναι ζωντανές. Τις νιώθω να τρεμοπαίζουν μέσα μου όταν τις γράφω, ακόμα και όταν δε χρησιμοποιώ μελάνι. Κάπως σαν να με καταλαβαίνουν και να δίνω κάθε φορά λίγο (ίσως και πολύ) από τον εαυτό μου. Αλλά το ξανακοίταξα εκείνο το πρώτο το άρθρο λίγο φοβισμένη, γέλασα λίγο και μετά έκλεισα τη σελίδα -όχι επειδή μετάνιωσα για όσα είχα γράψει-, αλλά γιατί οι λέξεις μέσα μου ήταν πιο δυνατές, είχαν περισσότερο τσαγανό και λιγότερη αυτολογοκρισία. Αλλά δε θα το έσβηνα.

Σε ευχαριστώ που τις δέχεσαι τις λέξεις μου, που τις αφήνεις για λίγα λεπτά να σε αγγίξουν. Σε ευχαριστώ που έρχεσαι αντιμέτωπος μαζί τους, που τις θεωρείς άξιες να σε προβληματίσουν και να σε προκαλέσουν. Κάποιες  φορές μπορεί να γράφω μόνο για αυτό, για να δω μέχρι πού μπορώ να φτάσω, μέχρι ποια όρια μπορώ να ακουμπήσω, μέχρι πόσο μπορώ να πιέσω. Τον εαυτό μου, εσένα, τις λέξεις. Μπορεί να μην περίμενες κάτι από εμένα, όμως δε σου έχω μιλήσει ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο και ήθελα να ξέρεις πως γράφω και για τους δύο μας. Να ξέρεις πως δεν περίμενα να έχω τόση έμπνευση, να έχω κλάψει, να έχω χαρεί, να τα έχω παρατήσει, να έχω απογοητευτεί, να έχω πεισμώσει, να έχω αλλάξει τόσο. Θα εκπλαγείς από το πόσα ακόμα θέλω και πρέπει να γράψω. Σε ευχαριστώ που (με) έφτασες εδώ.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.