Ξέρω πως εάν ξεκινήσω να γράφω για σένα θα ξεκινήσω (μάλλον) με όλες τις ωραίες στιγμές που έζησα μαζί σου, αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αυτό το κείμενο δε θα δημοσιευτεί για να σ’ εκθειάζει. Αλλά μη φοβάσαι. Ούτε θα σε κατακρίνει. Απλώς είναι μια απορία που είχα για τον εαυτό μου και τώρα πλέον μπορώ να τη λέω με κατάφαση κι ωμή ειλικρίνεια.

Μ’ έμαθες να ζω με αμφιβολίες κι αυτό είναι κάτι που δυστυχώς ακόμα κι αν φύγεις μακριά μου, δε θα μπορείς να το πάρεις μαζί σου. Οπότε τις φοράω σαν το καθημερινό παλτό μου που πλέον είμαι σίγουρη πως δε μου πάει αλλά η συνήθεια είναι άτιμη και ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως εάν κάτι μου κολλήσει, πάει, θα το κρατήσω ακόμα κι εάν μου κάνει κακό. Το φοράω στη δουλειά, στις εξόδους μου, το φοράω όταν σου μιλάω, όταν γελάω με τις φίλες μου κι όταν προσπαθώ να επικοινωνήσω με μένα. Αλλά ξέρεις ποιο είναι το κακό; Όλα είναι ψεύτικα.

Υποκρίνομαι πως γελάω ενώ σκέφτομαι πως ίσως δεν έπρεπε ή πως μου κάνουν χάρη που γελούν με τ’ αστεία μου. Υποκρίνομαι πως ξέρω τι κάνω και τι μπορώ να καταφέρω. Υποκρίνομαι πως μου αρέσεις, πως σε γουστάρω ως άνθρωπο και πως θέλω να σ’ έχω στη ζωή μου. Όταν φύγεις, όλα θα είναι μια επιβεβαίωση πως είχες δίκιο. Αδυνατώ να σου δώσω αυτή την πλασματική νίκη. Όπως αδυνατώ να συμπεριφερθώ σαν να είναι όλα καλά, γιατί δεν είναι.

Πλέον μ’ έκανες να πιστεύω πως δεν ξέρω τίποτα, να μην είμαι για κανέναν βέβαιη, να μην είμαι σίγουρη για τον εαυτό μου με τους άλλους. Νιώθω πως πάντα κάτι κακό κρύβεται πίσω από κάθε συμπεριφορά και μάντεψε ποιος φταίει. Κινούμαι ανάμεσα σ’ όλους με αμφιβολία γιατί κι η ίδια αμφιβάλω για τον εαυτό μου. Δεν ξέρω εάν πρέπει ν’ αφήσω πίσω αυτή τη σκέψη γιατί δεν μπορώ να την πετάξω έτσι απλά. Θα είναι σαν να πετάω ό,τι έχει απομείνει από μένα. Φοβάμαι πως προκαλώ πράγματα που δεν μπορώ να ελέγξω κι ο φόβος αυτός με παγώνει. Μ’ αφήνει με ό,τι μου έχεις αφήσει να κρατήσω σφιχτά κι αυτό ήταν οι δεύτερες σκέψεις.

Ούτε ξέρω αν αυτός ήταν ο σκοπός σου, αλλά μ’ έκανες ευάλωτη και κάπως αυτοκαταστροφική. Χαλάω τα πάντα προτού καν τα φτιάξω γιατί πάντα υπάρχει αυτή η φωνούλα πίσω στο κεφάλι μου που λέει πως όλα θα πάνε σκατά. Θα πίστευες πως είχε τη χροιά σου αλλά είναι ακόμα χειρότερα, είναι σαν να μιλάω εγώ η ίδια. Ακούγομαι κάπως αξιολύπητη στο κεφάλι μου, ο εξωτερικός μου εαυτός ίσως με χαστούκιζε και με ταρακουνούσε για να μου δείξει πως αξίζει όποια διαφορετική ιδέα έχω να την κάνω, αλλά όχι πλέον. Είναι σαν να έχει μπει σε σίγαση αλλά κι εγώ δεν την αναζητώ πια. Μένω στη γωνίτσα μου με τις ανασφάλειές μου, γιατί εάν κάτι έμαθα από σένα είναι πόσες πολλές είχα. Δε θυμάμαι να μου της έλεγες κατάμουτρα, αλλά ξεπηδούν σαν υπενθυμίσεις πολλές φορές μέσα στη μέρα για να μου χτυπήσουν το καμπανάκι πως εκεί είναι τα όριά μου. Μέχρι εκεί μπορώ να φτάσω και μέχρι εκεί πρέπει, γιατί μετά δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει ή τι υπάρχει στην απέναντι πλευρά.

Για σένα δεν είχα κερδίσει τίποτα κι αυτό που πονούσε περισσότερο, ήταν η συνειδητοποίηση πως δεν είχα κερδίσει εσένα. Οπότε μπορεί να σου φανεί περίεργο, αλλά αυτό που φοβάμαι πιο πολύ είναι η αμφιβολία που έχω για εμένα πως δε θα μπορώ να σ’ αφήσω. Δε θα μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου ν’ αφήσει τον πιο «αληθινό» κατ’ εμέ άνθρωπο. Δε με αφήνω να σωθώ πλέον και δεν το χρεώνω καν σε σένα. Οξύμωρο έτσι, να μην έχω να σου καταλογίσω τίποτα. Αλλά δεν έχω. Δε σε μισώ ούτε και θέλω το κακό σου. Απλώς θέλω να φύγεις μακριά μου. Ακόμα κι αργά, πιστεύω προλαβαίνω. Αντίο, μπορώ μόνο να σου πω μέσα απ’ αυτές τις λέξεις. Κι όσο για μένα, θα με συγχωρέσω γιατί πλέον δεν έχω την ανασφάλεια πως δε μου αξίζει.

Σ’ ευχαριστώ που (με) έφτασες μέχρι εδώ.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου