«Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα. Αλήθεια εκείνη η άνοιξη,
εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα
στο τέλος να κρατήσω πόσο σου πήγαιναν.»
Όταν είχα διαβάσει τους στίχους αυτούς ήταν σαν ν’ αποτύπωναν αυτό ακριβώς που σκεφτόμουν κι ένιωθα κι ήλπιζα, αλλά όταν το εκλογίκευα φαινόταν πάντοτε περίεργο. Δεν ξέρω αν το έχετε οραματιστεί κι εσείς, αλλά εγώ πάντα είχα στο μυαλό μου την πεποίθηση πως κάποια στιγμή, μ’ έναν αρμονικό τρόπο, θα τρυπώσει στη ζωή μου ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ό,τι ψάχνω. Ακόμα κι η εξωτερική του εμφάνιση θα είναι εκείνη η οποία προτιμώ, τα μάτια του θα με κοιτούν με τον τρόπο που λαχταρώ, το σώμα του θα ταιριάζει άρτια με το δικό μου και το άρωμά του θα είναι εκείνο που θα με κάνει να ξεχνιέμαι. Αλλά σαν να μη φτάνουν όλ’ αυτά, θα καταλαβαίνει όσα λέω κι όσα επιλέγω να μην πω, θα με κοιτάει και θα χαμογελάμε συνωμοτικά, θα είμαστε φίλοι αλλά κι εραστές, χωρίς αυτό να μας δυσκολεύει κάπου. Θα έχουμε τη ρουτίνα μας και θα την αγαπάμε, δε θα μας καταστρέφει σιγά σιγά γιατί δε θα μας αφήνω να βαριόμαστε, ούτε κι εκείνος θα μας το επιτρέπει αυτό. Αλλά θα είμαστε τόσο όσο διαφορετικοί ώστε να υπάρχει πάντα ο παράγοντας της έκπληξης.
Όταν τα γράφω φαίνονται ακόμα πιο μη ρεαλιστικά ως προς το να συμβούν, ειδικά τη στιγμή που σκέφτομαι τις μικρές λεπτομέρειες που αυτός ο «φανταστικός» σύντροφος θα πρέπει να προσέχει και να κατέχει. Είναι κάπως άδικο για όλους τους άλλους ανθρώπους που έρχομαι σε επαφή γιατί κανένας δεν του μοιάζει, αλλά όλοι τους, μ’ έναν τρόπο, θα μπορούσαν στο μυαλό μου να του μοιάσουν. Βλέπω τις πιθανότητες: τι θα μπορούσε να γίνει, σε τι θα μπορούσε να εξελιχθεί αυτός ο άγνωστος μέχρι στιγμής για μένα, μήπως θα είναι εκείνος που ενσαρκώνει όλα τα επιθυμητά για μένα στοιχεία. Η απάντηση, όμως, είναι συνήθως αρνητική και για λίγο σκέφτομαι πως πράγματι, ίσως «αυτός» δεν ήταν όλα όσα περίμενα αλλά ούτε έχει και τα κατάλληλα υλικά για να τον «δημιουργήσω».
Κι όμως, αυτό το τελευταίο δε θέλω να το κάνω, θέλω «ο άλλος» να έρθει όπως τον έχω φανταστεί δίχως να χρειαστεί να επέμβω ή να του παρουσιάσω προτάσεις για ν’ αλλάξει. Οπότε, το όνειρο σιγά σιγά γκρεμίζεται κι επειδή κανένας δεν αγγίζει όσα οραματίζομαι, η απογοήτευση κι η απομόνωση είναι μονόδρομος. «Εγώ θα μείνω για πάντα στη μοναξιά» θυμάμαι να λέω συχνά πυκνά γι’ αστείο τάχα, αλλά μέσα μου ξέρω πως δεν απέχει πολύ μακριά από την αλήθεια αυτή η δήλωση. Έχω μια πεποίθηση, αίσθηση, προκατάληψη (πείτε το όπως θέλετε) πως εφόσον δε θα εμφανιστεί ποτέ, πάντα θα βρίσκω ελαττώματα στους άλλους ή θα προκύπτουν δυσκολίες που δε θα μπορώ να τις προσπεράσω ή καταπολεμήσω. Άρα, ο άνθρωπος που φαντάστηκα δεν έρχεται ποτέ και δε θα έρθει ποτέ.
Μπορεί ν’ ακούγεται σαν παραίτηση αλλά στο μυαλό μου φαίνεται σαν μια ρεαλιστική αποτίμηση της ζωής και μια συνειδητοποίηση της καθημερινότητας. Εάν κάποιος καταφέρει και βάλει κάτι σαν «τικ» στα κουτάκια που έχω τοποθετήσει στον νου μου, σαν ένας αγώνας επιβίωσης που αυτός φαινομενικά είναι νικητής, θα βρεθεί κάτι και θα τον τοποθετήσει πάλι στο μηδέν. Αυτό δεν είναι δίκαιο ούτε γι’ αυτόν, μα ούτε και για μένα. Ενθουσιάζομαι απότομα κι έπειτα νιώθω σαν να πέφτω πάλι στο κενό, η Γη και ο αέρας ενδιάμεσα δεν υπάρχουν. Κάποιοι πράγματι είναι καλοί αλλά είναι απλώς καλοί. Οπότε δεν μπορώ παρά να παρατήσω κάθε έναν που δεν του μοιάζει, που δεν ταιριάζει σε όλα όσα έχω επιμελώς οραματιστεί.
Ίσως ακούγεται κάπως υπερβολικό αλλά σκέφτομαι πως αν είναι να επενδύσω τόσο πολύ σε κάποιον άνθρωπο, ας είναι ο «σωστός». Ο σωστός φυσικά για μένα καθώς για κάποιο λόγο, όλοι δείχνουν να βρίσκουν κατά καιρούς άτομα που να καλύπτουν κάτι μέσα τους, αλλά δεν μπορώ να αρκεστώ στο ν’ ανταποκρίνεται μονάχα σε μια μου ανάγκη. Για να αρμόζει το χαρακτηριστικό «ιδανικός» θα πρέπει να τις διαχειρίζεται όλες.
«Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου». Η αλήθεια είναι πως στο ποίημα υπάρχει μια δικαίωση που φέρνει η άφιξη, όμως εγώ, ακόμη περιμένω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου