Η ποίηση, το λιμάνι των ανείπωτων λέξεων και των υπέρμετρων συναισθημάτων, έχει πονέσει, υμνήσει, λατρέψει, μισήσει τόσο πολύ όσο κανένας άνθρωπος θα είχε ποτέ του τη δύναμη να νιώσει, τη διακύμανση των εντάσεων αυτών του έρωτα, της καταλυτικής εκείνης ορμής που συχνά την παρομοιάζουμε στο νου μας ως μία σφοδρή καταιγίδα ή ένα ορμητικό κύμα, αλλά σταθήκαμε ανίκανοι και επιφυλακτικοί να αντικρίσουμε και να ερμηνεύσουμε τον θηριώδη έρωτα με μία πιο ανάλαφρη ματιά.

Ο ψυχίατρος-συγγραφέας Δ. Καραγιάννης δήλωσε επαναστατικά, μέσα σε μία εποχή που οι μεγαλοπρεπείς, μικρές λέξεις φαντάζουν εύφλεκτα υλικά για τη σκέψη πως αντιλαμβάνεται τον έρωτα ποιητικά. Υποστηρίζει πως άνθρωποι της αυστηρής λογικής και της τεχνολογικής επιστήμης αδημονούν για την εύρεση μιας εξωπραγματικής ύπαρξης, αλλά εξαιτίας της γήινης μας υπόστασης αυτό καθίσταται αδύνατον. Υφιστάμενοι λοιπόν μία καταναγκαστική και ανούσια καθημερινότητα -που κάθε άλλο παρά μας συναρπάζει- εξωθούμαστε στον αναλώσιμο έρωτα, στις τυχαίες και προσωρινές συναντήσεις, την αποκλειστική κάλυψη σωματικών αναγκών και τις ανούσιες συναναστροφές. Ίσως, λησμονήσαμε ή ποτέ μας δεν κατανοήσαμε τη βαθύτερη ουσία του έρωτα, αλλά τον μετατρέψαμε σε υπερφυσική οντότητα μακριά από αυτόν τον κόσμο, που οφείλει να πραγματοποιηθεί με έναν κάπως μαγικό τρόπο ενώ στην πραγματικότητα οφείλαμε να τον εμφυσήσουμε μέσα μας, να τον υποδεχτούμε ως μία στάση καθημερινότητας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καραγιάννης.

Αξίζει πιθανώς να συλλογιστούμε την ποιητική ερμηνεία του έρωτα, που δε θα αναφέρεται σε μυθικές πριγκίπισσες και λαμπερούς πρίγκιπες με μαγικά ερωτικά φίλτρα αλλά θα εξυψώνει την απλή πολυτέλεια της καθημερινότητας. Ο έρωτας είναι ένα κατεξοχήν ποιητικό συναίσθημα, όχι εξαιτίας της ουτοπικής και κάπως μελαγχολικής διάθεσής του αλλά λόγω της ταπεινά ντελικάτης υπόστασής του. Ο αδίστακτος έφηβος που φαίνεται να μη λογαριάζει τίποτα και κανέναν και εξαπολύει τα βέλη του δίχως να συλλογίζεται τις συνέπειες, αρχικά υπήρξε ως ένας φτερωτός, μικρός άγγελος που προβαλλόταν ως ένα εξαιρετικά αθώο πλάσμα (όπου φυσικά κανείς δε θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει με αυτόν τον τρόπο) και όσο πιο πολύ αγαπήσαμε τη μορφή του αυτή, τόσο παθιασμένα την απωθήσαμε από το μυαλό και την καρδιά μας.

Επιθυμούσαμε ο έρωτας (μας) να συμπεριφέρεται αλόγιστα, με γνώμονα πάντοτε τις δυναμικές διαθέσεις της στιγμής, να φλέγεται ολάκερος και να το επιδεικνύει κάθε λεπτό, επιζητούσαμε μια καθησυχαστική βιαιότητα σε εκείνον, δίχως να γνωρίζουμε εάν το επιθυμούμε πραγματικά ή εάν μπορούμε να το αντέξουμε. Ο έρωτας όμως ουδέποτε έπρεπε να πονά, αλλά όφειλε να αισθάνεται έντονα εκείνα τα αμυδρά σκιρτήματα της καρδιάς των λίγων δευτερολέπτων που φαντάζουν αιώνια στα μάτια των ερωτευμένων.

Οι έρωτες των ανθρώπων πρέπει να έχουν τη δύναμη όλων εκείνων των ερώτων που κείτονται στην ποίηση, την ποικιλομορφία των συναισθηματικών αποχρώσεων που διακρίνονται στις λέξεις καθώς η μία μετατρέπεται αβίαστα στην άλλη και επιβεβαιώνεται εμπράκτως. Όσο προσεκτικά και με υπομονή γράφουμε τις λέξεις στις γραμμές, με τον (συν)αισθηματικό αναβρασμό να πάλλεται στα μάτια μας αλλά ποτέ να μην ξεπηδά πέρα από αυτά κι αφού μουτζουρώσουμε, πετάξουμε, αγγίξουμε ξανά από το πάτωμα και αναλογιστούμε την κατάλληλη λέξη, αξίζει και να ερωτευόμαστε. Η θεϊκή έμπνευση εκείνη, που μονάχα από τον άνθρωπο και τα βιώματά του προέρχεται, πραγματοποιείται σχεδόν ανεπαίσθητα δίχως να έχει ανάγκη την ώθηση από κάποιον εξωγενή παράγοντα.

Μέσα λοιπόν στο κοπιώδες κατασκεύασμα του έρωτα οι καρδιές οφείλουν να συμφωνήσουν στην πλέον κατακριτέα συμφωνία (καθώς ο έρωτας αυτοπροβάλλεται ως ένα – καθόλου – συμφέρον συμφωνητικό), της δέσμευσης. Στο μυαλό μας εμφανίζεται απευθείας η εικόνα δεσμών, αλυσίδων που μας τοποθέτησαν ως τιμωρία που δεν μπορέσαμε να μείνουμε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο, αλλά από τη στιγμή που το πιστέψαμε αυτό, καταδικαστήκαμε ήδη στην απομόνωση του σπηλαίου μας, όπου ποτέ δε θα καταφέρναμε να αντικρίσουμε το πραγματικό φως δίχως τον έρωτα.

Δέσμευση είναι το δικαίωμα στη μακροχρόνια επένδυση στον άλλον άνθρωπο (Δ. Καραγιάννης), η ευκαιρία να ανακαλύψεις τις κρυφές πτυχές του άλλου, τα τρωτά του σημεία, τις δυνατότητες της ψυχής του, τα πράγματα με τα οποία λάμπουν τα μάτια του, τις στιγμές που τον συγκινούν, τους ανθρώπους που αγαπά, τις καθημερινές του συνήθειες και τις αγαπημένες του λέξεις. Ο έρωτας απελευθερώνει γιατί μας απο-δεσμεύει από το καταναγκαστικά πρωταρχικό εγώ μας. Το εγχείρημα αυτό όμως προϋποθέτει το σεβασμό προς τον εαυτό μας και προς τον άλλον καθώς οι όμορφες και μεγαλεπήβολες υποσχέσεις δίχως να έχουν σκοπό την εκπλήρωσή τους, προστατεύουν έναν προσωρινό έρωτα από τον ίδιο του τον φθαρτό εαυτό ενώ την ίδια στιγμή καταστρέφουν ένα μονόπλευρο συναίσθημα που θα παραμείνει μετέωρα ατελές.

Το αληθινά μοντέρνο ποίημα είναι η ζωή δίχως ποιήματα (Φ. Πεσσόα) και όπως και ο έρωτας έχει τις ρίζες του στην ανθρώπινη ζωή· εκείνη που μπορεί να παρουσιάζεται σαν μία επαναλαμβανόμενη ρουτίνα αλλά ίσως στην απλότητα κρύβεται αυτή η αιθέρια μαγεία που αναζητούμε εναγωνίως.

 

 

Αφιερωμένο στους έρωτες που ζουν πέρα από τις σελίδες των ποιημάτων.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου