Ο πόνος είναι ένδειξη πως είμαστε ζωντανοί· εάν συλλογιστούμε όλες τις στιγμές που έχουμε πονέσει είναι γιατί βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ζωντάνιας ή ανάγκης για επιβίωση: η μητέρα όταν γεννά πονάει, το παιδί όταν γεννιέται κλαίει, όταν μεγαλώνει και χτυπάει φωνάζει, την πρώτη φορά που θα κάνει έρωτα θα πονέσει, όταν θα αγχωθεί θα πονέσει. Όλες αυτές οι καταστάσεις παρά τη διαφορετικότητά τους έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τον πόνο ως διαπιστευτήριο για την ύπαρξή μας. Είναι μια δυνατότητα και μια ικανότητα που έχουμε μάθει πως από τη στιγμή που κινούμαστε μέσα στον κόσμο αποδεικνύουμε στον εαυτό μας περίτρανα πως «μετά-κινούμαστε», πως δε μένουμε στάσιμοι σε ένα μέρος και η ζωή περνάει από μπροστά μας. Έχουμε εξοικειωθεί κοινωνικά και εσωτερικά με τον πόνο, ξέρουμε πως είναι αδύνατο να τον αποφύγουμε, μα θα ήταν ψέμα να λέγαμε πως δεν το προσπαθούμε. Κανείς δε θέλει να πονά· εκτός και εάν είναι ερωτευμένος: τότε θεωρείται απαραίτητος και παραπάνω από υποφερτός.
«Ο έρωτας μονάχα όταν πονάει αξίζει γιατί τότε τον αντιλαμβάνεσαι βαθιά μέσα μας» ακούμε να λένε, να γράφουν και να διακηρύττουν· ο έρωτας πονάει και κανείς δεν τολμάει να το αρνηθεί. Μα πώς θα μπορούσε άλλωστε; Το συναίσθημά μας σωματοποιείται, γίνεται ένα με εμάς και μας καταλαμβάνει σε όλο μας το είναι: άγχος με ιδρωμένες παλάμες, αγωνία με ταχυπαλμίες, προσμονή με το μυαλό μας να βρίσκεται σε έναν συνεχή αποπροσανατολισμό, θέρμη με ένα γλυκό σφίξιμο στο στομάχι. Ο έρωτας συνεχώς πονάει κι εμείς πονάμε μαζί του. Πονάει για εκείνον τον άνθρωπο που περιμένει να εμφανιστεί για να τον αγκαλιάσει, πονάει όταν αποχωρίζεται το φιλί του, πονάει όταν αισθάνεται κενός από την παρουσία του, πονάει όταν από το χάδι έχει μείνει μονάχα η ανάμνησή του, πονάει όταν τα λόγια που επιθυμεί να ακούσει δεν ξετρυπώνουν από τα χείλη του, πονάει όταν τα μάτια λένε λιγότερα από τις λέξεις. Πονάει όταν η επιβεβαίωση δεν έρχεται ποτέ και ο πιο αφόρητος πόνος από όλους είναι η αποχώρηση γιατί ο έρωτας συνεχώς περιμένει κάτι.
Στον έρωτα θα μαλώσουμε, θα κλάψουμε, θα θυμώσουμε, θα λατρέψουμε και θα εξυμνήσουμε, θα ζήσουμε στα υψηλότερα και στα χαμηλότερα επίπεδα της ψυχής μας, θα βρισκόμαστε στα ουράνια και στην κόλαση. Κανείς μας δεν τολμάει να το αρνηθεί μήπως και χάσουμε την ευκαιρία να ζήσουμε τον απόλυτα δικό μας έρωτα, μα γιατί η μοναδική επικύρωσή του να είναι ο πόνος; Γιατί ποτέ δε λέμε πως ο έρωτας είναι ευφορία ή ευχαρίστηση; Η ευδαιμονία που νιώθουμε περιγράφεται ακριβώς με τη λέξη «πόνος», προσθέτοντας το επίθετο γλυκός από μπροστά και τώρα πλέον όλα βγάζουν νόημα· ή μήπως και όχι;
Η υπέρμετρη χαρά που υπάρχει μέσα μας όταν κατοικεί κοντά της ο έρωτας, πάντα θα συνοδεύεται από έναν συναισθηματικό πόνο ο οποίος αδυνατεί να εξαφανιστεί εάν η κατάσταση αυτή δε μετουσιωθεί σε αγάπη. Ας συλλογιστούμε πόσο έχουμε πονέσει για χάρη της; Η τελευταία, προβαλλόμενη ως η ιδανικότερη εκδοχή της ολοκλήρωσης του έρωτα, εκπροσωπείται μονάχα από θετικά συναισθήματα, τα οποία προσφέρουν μεγαλύτερα οφέλη στους ανθρώπους δίχως τον πόνο του έρωτα. Άρα γιατί δεν προσπερνάμε τον έρωτα και να πάμε κατευθείαν στην αγάπη; Το πέρασμα αυτό δεν οφείλεται σε κάποια εσωτερική διάθεση μαζοχισμού από μέρους μας αλλά στον ουσιαστικό ή στον αναγκαστικά δυσάρεστο (θα έλεγε κάποιος απογοητευμένος) δρόμο της συνειδητοποίησης.
Με την ιδέα του «επίπονου έρωτα» έχουμε καταστρέψει και κατασκευάσει άλλες έννοιες, έχουμε μάθει να διακρίνουμε την πραγματικότητα και το ψέμα, έχουμε καταλάβει πως ο έρωτας δεν είναι ανάγκη να συνδέεται πάντα με τον πόνο αλλά ούτε και να εξαρτάται από αυτόν. Σε αυτό το σημείο μεταφέρεται σε μια διαστροφική κατάσταση όπου ο σωματικός πόνος, η ταπείνωση και η απώλεια ή η απόλυτη κυριότητα του ελέγχου κρατούν τα ηνία στη σχέση και γίνονται δυσλειτουργικοί για όλη τη ζωή μας. Από τον γλυκό πόνο που αισθανόμαστε όταν ο άνθρωπός μας μάς αγκαλιάζει με πάθος μέχρι τον τσουχτερό πόνο στο μάγουλο που θα αισθανθούμε άσχημα για τον εαυτό μας, είναι το όριο του έρωτα. Ο γλυκός πόνος μέσα μας όταν μάς ψιθυρίζει πόσο μας αγαπάει, δεν έχει καμία σχέση με τον πόνο που αισθανόμαστε μέσα μας όταν μάς φωνάζει δίχως έλεγχο και αιτία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο έρωτας πονάει, με εμφανώς διαφορετικό τρόπο αλλά η λέξη είναι ίδια. Το περιεχόμενο διαφέρει κι αυτό είναι που κινεί ολόκληρη την κοσμοθεωρία γύρω από τον πόνο του έρωτα. Παρόμοιες καταστάσεις όμως μπορούν να βιωθούν στην αγάπη, άρα κι αυτή πονάει, μα επί της ουσίας καμία από αυτές τις δύο συναισθηματικές καταστάσεις δε θα έπρεπε να πονάει με τον λάθος τρόπο.
Ο έρωτας και η αγάπη μάς κάνουν να παγώνουμε από τον πόνο μονάχα όταν βρισκόμαστε με έναν άνθρωπο ο οποίος είναι συναισθηματικά ασταθής και φοβάται- φοβάται περισσότερο από όλα την εγγύτητα με εμάς. Ο πόνος σε αυτή την περίπτωση μπορεί να φαίνεται κάπως ρομαντικά γλυκός με την προσμονή πως θα αλλάξει συμπεριφορά, γιατί ο έρωτάς μας όλο περιμένει, αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι θέλουμε να περιμένουμε και τι προσδοκούμε να έρθει σε εμάς. Η βαλίτσα μας θα γεμίσει με όσα επιτρέψουμε εμείς να μπουν μέσα της και κάποιες φορές, ίσως χρειαστεί να την πετάξουμε, να σταθούμε αλλού -ίσως μόνοι μας-, να αναλογιστούμε για λίγο κι έπειτα να περιμένουμε έναν άλλον ή καλύτερα μία άλλη· την ευτυχία!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου