Έχετε παρατηρήσει ποτέ πώς μερικές φορές, ήδη από μικρές ηλικίες, έχουμε την τάση να θέλουμε κάποιον για πολύ καιρό, να παρατηρούμε πως κι αυτός ίσως έχει δείξει κάποια δείγματα ότι μας θέλει, να μιλάνε πολύ τα μάτια αλλά εμείς να στεκόμαστε εκεί σαν χάνοι; Στο δημοτικό που μας άρεσε το τάδε παιδάκι ποτέ δεν του ζητήσαμε να έρθει να παίξει μαζί μας, στο λύκειο ήταν το πίσω θρανίο που για κάποιο λόγο δε γυρίσαμε το κεφάλι μας να προτείνουμε να πάρουμε μαζί μια εργασία. Στο πανεπιστήμιο βλέπαμε τον συμφοιτητή ή τη συμφοιτήτρια που σπάνια πατούσε αλλά μας είχε πάρει τα μυαλά και ποτέ δεν είπαμε να πάμε για κανέναν καφέ, αλλά ούτε και στον συνάδελφο μετά για ένα ποτό (μεγαλώσαμε κιόλας). Μας έχω ικανούς, ακόμα κι όταν γίνουμε ηλικιωμένοι, να μην μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το αναθεματισμένο ραντεβού. Ένα έχω να μας πω: τι μάστιγα είναι αυτή!
Πρέπει να μας έχει καταραστεί κάποιος μάγος, δεν εξηγείται αλλιώς να θέλουμε τον άλλον και να έχουμε κάποια υποψία πως μας θέλει κι αυτός και στο τέλος να μη γίνεται τίποτα επειδή κανείς από τους δυο μας δεν κάνει το πρώτο βήμα. Καθόμαστε και σκεφτόμαστε όλα τα πιθανά σενάρια που μπορεί να πάνε λάθος, -το overthinking θα μας καταστρέψει, να μου το θυμάστε- κι ονειροπολούμε και χάνουμε και τον ύπνο μας περιμένοντας ένα μήνυμα και δεν ξυπνάμε καλά το πρωί και τρώμε κι όλες τις σοκολάτες. Αυτό δε βγάζει πουθενά. Αλλά το χειρότερο είναι πως το ξέρουμε πως δεν έχει κάποιο αποτέλεσμα, ωστόσο κι όταν θεωρήσουμε πως μπορούμε να θέσουμε αυτή την καταραμένη ερώτηση, πάντα κάτι συμβαίνει. Ας μη μιλήσουμε για το γεγονός πως υπάρχει η πιθανότητα το άλλο άτομο να συνάψει μια σχέση -μακριά από εμάς αυτά- το οποίο σαφέστατα είναι λόγος καρδιακού επεισοδίου. Δε ζητάμε πολλά, απλώς να μας πει πόσο μας θέλει και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμάς. Πιστεύουμε ομόφωνα πως δεν είμαστε καθόλου υπερβολικοί. Υποσχόμαστε, δε δαγκώνουμε. Οπότε, γιατί δεν μπορούν να μας βγάλουν από την άβολη θέση, να μας πλησιάσουν και να μας πουν πόσο πολύ θέλουν να είναι μαζί μας;
Για να ξεπεράσουμε λίγο και την αμφιβολία των πρώτν ραντεβού, που περιλαμβάνει άγχος για το τι θα φορέσουμε, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να φιλήσουμε τον άλλον, εάν πρέπει να δείξουμε λίγη αδιαφορία. Ας μην αναφέρουμε το γεγονός πως κάναμε refresh τις συνομιλίες μήπως και χάσαμε κάποιο τους μήνυμα. Αυτές τις καθόλου ντροπιαστικές λεπτομέρειες θα τις κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Από την άλλη, όμως, γιατί να μην το πούμε, όλοι το κάνουν, σωστά; Το θέμα είναι πως κατά τη διάρκεια της υπερανάλυσής μας αυτής, ένας καημένος άνθρωπος παραδίδει μάθημα ή παραγγέλνει τον καφέ του, ή αντίστοιχα μας μιλά για το πρότζεκτ στη δουλειά χωρίς να έχει ιδέα τι στο καλό παίζει στο κεφάλι μας. Κι εμείς, εμπιστευόμαστε το σύμπαν, αφού το σύμπαν ξέρει πως ό,τι θέλεις, κάποια στιγμή θα σου το φέρει.
Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να ξέραμε -με κάποιον τρόπο- πως και το άλλο άτομο ενδιαφέρεται για εμάς και δεν είναι απλώς ευγενικό όταν μας χαμογελάει. Θα ήταν πάρα πολύ βοηθητικό και πολύ πιο πρακτικό. Θα ξέραμε τι να κάνουμε: να πέσουμε στα πατώματα ή να σκεφτόμαστε πόσα σκυλάκια θα υιοθετήσουμε μαζί, να ακούσουμε Νατάσα Θεοδωρίδου ή The Weekend, να κάτσουμε να καούμε στα How to άρθρα ή να ψάχνουμε ταξίδια στη Σαντορίνη; Πρέπει να ξέρουμε πώς θα δράσουμε έπειτα.
Το θέμα είναι πως αν υποθέσουμε πως είναι όλοι σαν κι εμάς, πρόκειται ποτέ κανείς να πει τα πραγματικά του συναισθήματα στον άλλον και θα καταλήξουμε να είμαστε μόνοι με απωθημένα. Πόσο καλό μπορεί να κάνει στην ψυχολογία μας αυτό; Γι’ αυτό, αυτό το μήνυμα-άρθρο απευθύνεται στα άτομα εκείνα που κοιτάνε και δε μιλάνε, που μας χαμογελούν και μας λένε καλημέρα ή κάνουν κομπλιμέντα (που τ’ αναλύουμε για εβδομάδες) κι όμως ποτέ δε μας λένε εάν μας θέλουν. Ήρθε η ώρα να το πείτε, δώστε το παράδειγμα. Πρέπει αυτή η κατάσταση που μαστίζει τη σημερινή κοινωνία να σταματήσει, δε γίνεται να μένουμε μια ζωή με την απορία αν μας θέλει ο ένας κι ο άλλος, κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουν, μήπως μιλήσουμε κι εμείς. Γιατί πρέπει να ηρεμήσουμε κι εμείς.
Παρακαλώ τα βιογραφικά να παρατεθούν παρακάτω. Μόνο σοβαρές προτάσεις που να στέλνουν μήνυμα. Πρώτοι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου