Το Αγρίνιο του 1984 στη σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» έχει έντονα χρώματα, νυχτερινά μαγαζιά, όλους τους χαρακτήρες που θα συναντήσεις ακόμη και σήμερα, σκάνδαλα και μια δολοφονία (ή αυτοκτονία;) που αλλάζει τα πάντα εκτός από τον έρωτα. Μέσα στο «Όνειρο», το πολυπόθητο μαγαζί όπου όλα εκεί συμβαίνουν εκεί, ακούγονται τραγούδια που μιλάνε για την καψούρα και τη χαμένη αγάπη, σπάνε ποτήρια για αυτά και πετάγονται λουλούδια, το ποτό ρέει και τα προβλήματα των ανθρώπων μπαίνουν σε μια παύση. Εκεί συναντήθηκε πρώτη φορά ο Γιώργης με τη Νίτσα, καθόλου ρομαντικά ονόματα, εντελώς κοινότοπα. Δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, τουλάχιστον για εκείνη αλλά εκείνος σίγουρα είδε κάτι πάνω της που φαίνεται πως κανείς άλλος δεν είχε προσέξει. Είδε μια «γυναικάρα», όπως την αποκαλεί πολλές φορές, όχι τόσο για να την εκθειάσει για την εξωτερική ομορφιά της αλλά για να της δώσει να καταλάβει πως αξίζει παραπάνω απ’ όσα διεκδικεί.
Ο Γιώργης δε φοβάται να βροντοφωνάξει πως την αγαπά και να πει σε όλους πως τη θέλει, δεν ντρέπεται για εκείνη που δουλεύει στη νύχτα, και δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν για εκείνη και θέλει να την έχει κοντά του έτσι όπως ακριβώς είναι. Αγοράζει λουλούδια και τ’ αφήνει σ’ όλη την πολυκατοικία που διαμένει εκείνη, κάθε βράδυ πηγαίνει να την ακούσει στο πρώτο τραπέζι και το βράδυ περιμένει να κλείσει το κέντρο για να φύγει. Δεν την αγγίζει ποτέ και δεν την πιέζει για τίποτα, τη συνοδεύει σπίτι της και της λέει κάθε φορά πόσο τη θέλει και πόσο τρελαμένος είναι μαζί της. Χωρίς εκείνη ακόμα να του έχει δείξει κάτι εμφανώς, ενώ πολλές φορές τον διώχνει μακριά της, του λέει πως αυτός δεν είναι για εκείνη και πως δεν ξέρει τι λέει όσον αφορά στον ενθουσιασμό του. Αλλά εκείνος δεν είναι καθόλου χαζός. Αντιθέτως δεν τον νοιάζουν οι κοινωνικές συμβάσεις, ούτε ο αδερφός του που του λέει πως χαραμίζει τη ζωή του γιατί την αγαπά. Την αγαπά με μια προσήλωση μικρού παιδιού, με μια πηγαία ανάγκη να βρίσκεται κοντά της και απλά να την κοιτά, να τη νιώθει δίπλα του. Κι εκείνη όμως έκανε κάτι που δεν το έχει κάνει σε κανέναν: Του ανοίχθηκε, του μίλησε και τον άφησε να τη ζήσει για κάποιες στιγμές κοντά του. Μαζί του χαμογελάει και όλα τα στραβά που της έχουν τύχει ξεχνιούνται για λίγο. «Εάν παντρευόμουν ποτέ, εσένα θα διάλεγα» του είπε πριν φύγει και εάν αυτό δεν είναι δήλωση αγάπης και έρωτα δεν ξέρω τι είναι.
Ένας άνθρωπος τόσο κλειστός στον εαυτό του και ένας άλλος με το πιο καθαρό βλέμμα. Ο ένας παλεύει με τους δαίμονες του παρελθόντος σε μια ζωή που του φέρθηκε άδικα κι ο άλλος ζει κάθε μέρα. Ο ένας πιστεύει πως δεν έχει να προσφέρει τίποτα και ο άλλος είναι διατεθειμένος να δώσει και τα λίγα που έχει. Όλα δείχνουν εναντίον τους -ακόμα και αυτοί οι ίδιοι φαίνεται να είναι αντίθετοι. Εκείνη τον σπρώχνει μακριά και εκείνος της λέει πως δε θα φύγει γιατί ξέρει πως στην πραγματικότητα θέλει, αλλά φοβάται. Φοβάται πως δεν έχει να δώσει τίποτα στον έρωτα αυτό και όμως εκείνος το μόνο που ζητά είναι να την έχει κοντά του. Και αυτό του είναι αρκετό.
Εγωισμοί δε χωράνε στο μυαλό του, ούτε δεύτερες σκέψεις. Είναι αυθόρμητος και θέλει να γεύεται τη ζωή στο έπακρον, εκείνη έχει τρομάξει από το πόσο σκληρά της έχει φερθεί η ζωή και είναι πάντα σε επιφυλακή. Αλλά ο έρωτας δεν είναι για να σπάει τα τείχη μας; Να μας κάνει να ξεγυμνωνόμαστε μπροστά του; Να μην τρέμουμε μήπως δει ο άλλος τι είμαστε στ’ αλήθεια και φύγει; Έναν έρωτα που να παλεύει κάθε μέρα για εμάς και να μας διεκδικεί δε θέλουμε; Έναν άνθρωπο να μη φοβάται να πει πόσο μας θέλει στη ζωή του και να τον χαρακτηρίζουν η αλήθεια κι η διαφάνεια. Έναν σύντροφο να γελάμε μαζί του και να κλαίμε, να μας κοιτάει και να λιώνει, να τον κοιτάμε και να αισθανόμαστε ασφάλεια. Έναν έρωτα σαν του Γιώργη και της Νίτσας να βρούμε, γιατί μες στο σκοτάδι πάντα υπάρχει φως.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου