Το 1972 γράφεται ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα για τον αιώνιο έρωτα, την σκληρή απώλεια, την δύναμη του αγγίγματος, την μοναξιά της αγάπης, για την οργιάζουσα φαντασία του ανθρώπου όταν όλα τα μετατρέπει σε παραμύθι χωρίς όμως τέλος. Το Μονόγραμμα του Ελύτη δεν είναι ένα ακόμα ερωτικό ποίημα που το απαγγέλλουμε στις σχολικές γιορτές ή παραθέτουμε στίχους του στα social media, ούτε χωράει η ανάλυση του σε μια ώρα, είναι από εκείνα τα βιβλία που διαβάζουμε και κάθε φορά ανακαλύπτουμε και μια καινούρια εκδοχή του στο μυαλό μας. Είναι εκείνες οι λέξεις που ακόμα και να μην είμαστε αθεράπευτα ερωτευμένοι με κάποιον μας συγκινούν γιατί έχουν μια λυρικότητα και κρύβουν μια αλήθεια που δε μας κάνει να σκεφτούμε αν έχουν γραφτεί σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και ποιο είναι το νόημα που ήθελε να δώσει ο ποιητής γιατί ο καθένας έχει την ελευθερία να το προσλάβει έτσι όπως εκείνος νιώθει. Για αυτόν τον λόγο αυτό το ποίημα παρόλο που απευθύνεται σε όλους, ίσως να αγγίζει περισσότερους τους έφηβους. Ακόμα και να μην είναι λάτρεις του Ελύτη, ακόμα και να μην έχουν διαβάσει κανένα ποίημα ή να πιστεύουν πως όλα αυτά είναι αερολογίες, θα ήταν ιδανικό κάποιος να τους δωρήσει αυτή τη συλλογή.
Όσο και να την απορρίπτουν λόγω κακής διδασκαλίας (όπως το αντιμετωπίζουν στην πλειοψηφία τους οι καθηγητές) εάν έχουν την ευκαιρία να το δουν με τα δικά τους μάτια, στον δικό τους χρόνο, όταν αντιμετωπίζουν όλα εκείνα τα συναισθήματα για τα οποία μιλάει ίσως δε θα τους φαίνεται τόσο ξένο πια. Ο Ελύτης μιλάει σε 30 σελίδες για τον έρωτα, για έναν έρωτα που έφυγε, που μπορεί να μην έγινε ποτέ πραγματικότητα αλλά θα μείνει για πάντα καταγεγραμμένος, είναι όλα εκείνα που θα θέλαμε να φωνάξουμε στον εφηβικό μας έρωτα.
«Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς/Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς» θα του έλεγαν και μπορεί να μην γίνονταν όλα όσα ονειρευόταν αλλά θα το έβγαζε από μέσα του. Θα το φώναζαν σε εκείνον και μπορεί να τους άκουγε, να ένιωθε κι εκείνος το ίδιο με εκείνους αλλά να μην είχε το θάρρος να το εκφράσει. Αυτοί οι στίχοι είναι για εκείνους που κάθονται στο δωμάτιο τους και σκέφτονται εκείνο το τυχαίο βλέμμα του ανθρώπου που ποθούν πάνω τους, τις μικρές λεπτομέρειες που παρατηρούν σε εκείνον σαν να είναι τα πάντα, πώς λένε ψιθυριστά το «τι» και το «ε» και σκέφτονται πόσο όμορφα θα φιλούν.
Μπορεί να μην μιλάει ξεκάθαρα για το σ3ξ αλλά ποιος έφηβος δεν ανατριχιάζει, δε γλυκαίνει και δεν ανακαλύπτει τη λυρική πλευρά του έρωτα όταν ο ποιητής λέει «επειδή σε αγαπώ και στην αγάπη ξέρω, να μπαίνω σαν Πανσέληνος από παντού, για το μικρό σου πόδι μες στα αχανή σεντόνια».
Αλλά την ίδια στιγμή, οι έρωτες αυτοί της εφηβείας, που μπορεί μετέπειτα να τους αναπολούν σαν μια γλυκόπικρη ανάμνηση, μετατρέπονται σε τραγικές ιστορίες στο μυαλό τους εάν εκείνος που επιθυμούν τους απορρίψει. Ποιός όμως δεν έχει κλάψει για έναν έρωτα; Ίσως όμως να είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα για οποία αξίζει να πονέσουν. Θα τους είναι όμως αδύνατο να το ξεχάσουν ή να μην ασχοληθούν ξανά με αυτό, για αυτό και ο Ελύτης το αποτυπώνει με έναν στίχο σαν να μην λέει «αντίο» αλλά πως θα «περιμένει» κατά κάποιον τρόπο λέγοντας πως «θα πενθώ πάντα – μ΄ακούς – για εσένα/ μόνος στον παράδεισο». Γιατί ο πρώτος εφηβικός έρωτας σπάνια μας αφήνει να τον ξεχάσουμε ακόμα και εάν δεν υπάρχει πλέον στην ζωή του κάθε εφήβου όσο και εάν έχει μεγαλώσει, ακόμα και εάν έχουν ερωτευτεί άλλους ανθρώπους, εκείνος θα έχει πάντα μια θέση στο μυαλό του. Γιατί ακόμα και εάν έχει φύγει από την καρδιά, ο νους μπορεί να ονειρεύεται και να πλάθει όλα όσα επιθυμεί, για κάποιες στιγμές όλα φαίνονται πραγματοποιήσιμα, απτά, σαν να μην είναι πλέον ο παράδεισος ένας φαντασιακός τόπος αλλά να τον δημιουργεί ένας άνθρωπος μονάχα. «Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί/ απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα/ Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή/ Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ/ Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ/Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό/ και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο».