Οι άνθρωποι βρισκόμαστε καθημερινά μέσα σε έναν κυκεώνα συζητήσεων με τον εαυτό μας και συχνότερα με τους άλλους. Απόψεις στροβιλίζονται γύρω μας συγκεχυμένα όπου σαν φαντασιακές υπάρξεις αιωρούνται, εισχωρούν μέσα μας, απωθούνται από εμάς και στέκονται απέναντι από τις προσωπικές μας πεποιθήσεις. Τρεφόμαστε κατά κάποιον τρόπο από αυτές, αρεσκόμαστε σε μία συνεχή βουή που δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται πάντοτε από εμάς αλλά να είμαστε μέρος της, ένα απόσπασμα από ένα εκτυφλωτικό περιεχόμενο που μαγνητίζει σίγουρα τα βλέμματα.
Μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα αυτή, σχεδόν αναπτύσσουμε συναισθήματα ασφάλειας, παρ’ όλο που ουσιαστικά είμαστε εκτεθειμένοι, με την προϋπόθεση όμως ότι όλοι συντασσόμαστε, υποστηρίζουμε ή κατακρίνουμε μία κοινή ιδέα. Θα μπορούσε να αποτελεί μία παγκόσμια παραδοχή πως, οι άνθρωποι προτιμούν το όμοιο από οτιδήποτε το διαφορετικό, το μη οικείο σε εκείνους, από κάτι που θα τους απομακρύνει από το θορυβώδες κέντρο και θα τους αναγκάσει να αποσυρθούν στην ατομικότητά τους για να το διερευνήσουν. Σε αυτό το φαινομενικά αθώο σημείο υπεισέρχεται η κρυφή ανασφάλειά μας: της επίπληξης (αλλά και της πλήξης)!
Προγραμματίζουμε πώς θα μιλήσουμε για ζητήματα, όπου η συντριπτική πλειοψηφία ακολουθεί μία πεπατημένη οδό, ρυθμίζουμε τη συζήτηση- ακόμα κι εάν αυτό περιλαμβάνει την επιλογή των ατόμων που τη συναποτελούν- ώστε να κινηθούμε σε γνωστά πλαίσια: ερωτικά δράματα, παιδικές αναμνήσεις, σχολικά χρόνια και μία γενική κατακραυγή για την κατάπτωση της σημερινής κοινωνίας. Δίχως να μειώνεται η σημαντικότητα και η ελευθερία-κατανόηση του άλλου που πραγματοποιείται μέσω αυτών των θεμάτων, κάποιες φορές τείνουμε να τα ανακυκλώνουμε, αφού τρέμουμε στην πιθανότητα της ιδέας των συζητήσεων «κόκκινη σημαία». Πολιτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικός προσανατολισμός, θρησκευτικά πιστεύω, αναζήτηση του νοήματος των αόριστων λέξεων «ευτυχία και ζωή», μελλοντικά όνειρα και ανομολόγητα χαρίσματα περιλαμβάνουν ορισμένα από τα ζητήματα, που αν κι απασχόλησαν τους πάντες κάποια στιγμή στη ζωή τους, κρούουν έντονα τον κώδωνα του κινδύνου. Μα αυτό κυρίως συμβαίνει εξαιτίας του γεγονότος ότι η κοινωνία έχει ήδη προκαθορίσει τις απαντήσεις για αυτά τα, έμμεσα λοιπόν διακατεχόμαστε από στερεοτυπικές απόψεις.
Άδικο (κυρίως για εμάς) είναι πως τις περισσότερες φορές αποφεύγουμε να αναρωτηθούμε για τους ίδιους μας τους εαυτούς τι θα λέγαμε σε τέτοιες περιπτώσεις· προφυλαγμένοι σε μία γνώριμη φούσκα ασκούμε κριτική σε πράγματα, καταστάσεις κι ανθρώπους χωρίς να έχουμε αναζητήσει τους λόγους για τους οποίους επιλέγουμε να περιδιαβούμε μονάχα σε συγκεκριμένα ζητήματα. Ξέρουμε πως καθένας από εμάς πιστεύει και κάτι διαφορετικό, το αισθανόμαστε και το κατανοούμε ως άτομα, αλλά την ίδια στιγμή επικυρώνουμε και μία σιωπηλή συμφωνία: κανείς να μη μιλήσει για αυτά τα θέματα. Η αντίθετη περίπτωση εγείρει εντάσεις, απολυτότητες και αντιπαραθέσεις.
Όμως, υπάρχουν και εκείνα τα επαναστατικά άτομα που ηθελημένα ή όχι, με μία ειλικρινή απορία, θέτουν θαρραλέα ενώπιον όλων αυτά τα ερωτήματα και το βλέμμα τους πέφτει αδιάφορα (και καρμικά) πάνω μας. «Εσύ τι πιστεύεις γι’ αυτό;» ρωτούν και το χάος ξεχύνεται μέσα μας. Τα χείλη μας σφραγίζουν ερμητικά, τα μάτια ξαφνιάζονται απότομα, αποτυπώνοντας όλο τον φόβο που έχει καταλάβει το σώμα μας, τα χέρια ξαφνικά μπλέκονται μεταξύ τους και η καρδιά πάλλεται καταστροφικά. Οπότε εμείς που κάποτε είχαμε μία άποψη για όλα, σταθήκαμε γυμνοί κι αντικρίσαμε τα δύο τινά που εμφανίστηκαν: την αδιαφορία ή τη συμφωνία!
Κοιτάμε λοιπόν τους υπολοίπους με μία ντροπαλή συγκαταβατικότητα για την επιλογή της απόκρυψης της άποψης μας, χαμογελάμε ευγενικά, αποκρινόμαστε (στη βέλτιστη των περιπτώσεων) πως «Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη άποψη γι’ αυτά» και η τραγικότητα της κατάστασης έχει κάπως ελαττωθεί -ή έστω έτσι πιστεύουμε λανθασμένα-. Πασχίζοντας να αναλύσουμε την ουσία της «ιδιαίτερης άποψης» αυτής που απαιτείται για να συμπεριληφθούμε στο θέμα συζήτησης θα ανακαλύψουμε πως είναι μία όμορφη πλεκτάνη του μυαλού μας. Οι ανήσυχες κόρες των ματιών των υπολοίπων, μας υποδεικνύουν πως ούτε εκείνοι έχουν σκοπό να μιλήσουν και κηρύσεται ανακωχή προτού τα πυρά εκτοξευτούν, γιατί ποιος ξέρει τι ιδέες μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια; Ολοκληρώνεται λοιπόν μία γεμάτη πάθος, θεατρική πράξη και όμως κανείς δε χειροκροτεί, παρά μόνο περιμένουμε να επαναφερθούν όλα σε μία ισορροπία, την ευθεία γραμμή δίχως σημεία στίξης που τόσο αγαπάμε.
Όταν λοιπόν μας ρώτησαν εάν πιστεύουμε κάπου, εμείς απαντήσαμε μία κομματική παράταξη και ένα θρησκευτικό κίνημα που κληθήκαμε να υποστηρίξουμε ενώ μέσα μας βρισκόμασταν σε μία αναζήτηση. Όταν συζητούσαμε για τον έρωτα διστάσαμε να αναφερθούμε στα μη στρέιτ ζευγάρια, ακόμα και εάν υπήρχαν στη ζωή μας (πόσο μάλλον εάν αποτελούσαμε το ένα πρόσωπο από αυτά). Στην κουβέντα για την ευτυχία, την αποφύγαμε με ελιγμούς στρέφοντάς τη στην απόκτηση του επόμενου πτυχίου παρ’ όλο που θέλαμε να την παρουσιάσουμε ως μία απλή βραδιά με ένα καλό βιβλίο, δίπλα στο παράθυρο, όπου θα επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Σε μία φιλική συνομιλία για το μέλλον μιλήσαμε για εργασία, απολαβές και οικογενειακή κατάσταση αλλά κανείς μας δεν τόλμησε να πει για τη βελτίωση του χαρακτήρα του ή την πραγματοποίηση ενός άδηλου ονείρου. Διστάσαμε και φοβηθήκαμε. Στα μάτια των οικείων μας είδαμε πιθανούς εκτελεστές των απόψεών μας κι εκείνη την στιγμή υιοθετήσαμε κάτι που θεωρούσαμε πως ουδέποτε προσιδίαζε σε εμάς: την υποκρισία!
Κι όμως πάντα θα διστάζουμε σε ζητήματα που εγείρουν σοβαρούς προβληματισμούς, σε ερωτήματα που μας τοποθετούν στη σφαίρα μίας πιο φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου, σε απαντήσεις που δε θα έχουμε πάντα τη δύναμη να τις αντικρίσουμε αλλά θα αναγκαστούμε να τις συλλογιστούμε επανειλημμένα, να προβούμε σε μία προσωπική εξερεύνησή τους αλλά και του εαυτού μας και να αναθεωρήσουμε. Η λέξη αυτή ακόμα και στην υπόνοιά της, μας προκαλεί μία αιφνίδια αμυντική στάση, όπου την ακολουθεί ένας άνευ λόγου εκνευρισμός. «Εγώ δεν αλλάζω τις απόψεις μου» παραδεχόμαστε κάπως παιδιάστικα στον εαυτό μας, συνδράμοντας και οι ίδιοι στην τελμάτωση της κοινωνικής προόδου. Οι συζητήσεις θα έπρεπε να μεταβάλλουν, να αλλάζουν τον τρόπο σκέψης μας και να μας εξωθούν στα άκρα μας, να μιλάμε ακριβώς για όλα εκείνα που φοβόμαστε και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας που δε θα στέκεται απαθής ακροατής μίας υγιούς αντιπαράθεσης αλλά θα παλεύει να είναι μέρος της. Άλλωστε και ο Καζαντζάκης είχε πει πως σα δε φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δε βγάζει στην πλάτη φτερούγες για να πετάξει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου