Είχα διαβάσει σε ένα τσακισμένο φύλλο πως, πόλεμος δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ, να λες ναι στα μέτωπα με βολές πολυβόλου. Πόλεμος, είχα προσθέσει στο μυαλό μου, είναι κι αυτό που νιώθεις για κάποιον αλλά να μην μπορείς να του το δείξεις. Πόλεμος είναι να αγαπάς, μα να μην έχεις δύναμη πια να συνεχίσεις. Πόλεμος είναι να λατρεύεις τον άλλον περισσότερο από τον ίδιο σου τον εαυτό. Πόλεμος είναι να στέκεσαι απέναντι από τα μάτια που σε ηρεμούσαν και τώρα να μη σου δημιουργούν κανένα συναίσθημα. Πόλεμος είναι να αναπολείς λέξεις και στιγμές χρησιμοποιώντας τις ως όπλα. Πόλεμος είναι να νιώθεις και να μη θέλεις να νιώθεις. Υπάρχουν τόσοι πόλεμοι που σε αφήνουν άφωνο, που σε βρίσκουν ένα ωραίο πρωί και σου χτυπούν την πόρτα, που έχουν άρωμα παρελθόντος και δυσοσμία μέλλοντος. Είναι κι εκείνοι που έχουν το πρόσωπο του αγαπημένου σου κι άλλοι που σε κοιτούν στον καθρέπτη· δεν μπορώ να αποφασίσω, από τους δύο τελευταίους, ποιος είναι ο χειρότερος.
Στον πόλεμο και στον έρωτα δεν υπάρχουν κανόνες· ψέμα! Μέγα ψέμα εάν συλλογιστείς πως εφόσον υπάρχουν παραβάσεις, υπάρχουν και κανόνες. Υπάρχουν στρατηγοί και μέθοδοι, ειδικοί που ισχυρίζονται πως μπορούν να αντεπεξέλθουν σε κάθε εντολή που θα βρεθεί ενώπιόν τους. Ο έρωτας όμως είναι κι αυτός ένα είδος πολέμου, άλλοτε ψυχρού και άλλοτε ένθερμου, προς εσένα και προς τον άλλον, ενάντια σε όσα ήθελες εξαρχής και σε όσα λαμβάνεις εν τέλει, ανάμεσα σε αυτό που είσαι και σ’ αυτό που έγινες. Και δεν μπορείς να βγεις αλώβητος από αυτόν.
Θυμάμαι τότε που φώναξα στο μυαλό μου, γεμάτη απελπισία, πως έφυγα γιατί «δεν πάλεψε για εμάς» και μου πήρε καιρό να καταλάβω κι η ίδια τι εννοούσα με τη δήλωσή μου. Πίστευα -ίσως το πιστεύεις κι εσύ- πως είναι όταν βρίσκεσαι σε μια αποκλειστική, ερωτική σχέση, μια βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη και τη διατήρησή της είναι να παλεύεις γι’ αυτή, δηλαδή να προσπαθείς, να μάχεσαι και να πληγώνεσαι για χάρη της, αλλά θα νικάς στο τέλος γιατί θα έχεις κρατήσει τον άνθρωπό σου. «Αξίζει», σκέφτεσαι. Κοιτάς όμως πίσω σου τι άφησες και αναρωτιέσαι τα βράδια που κοιμάσαι: «άξιζε;».
Σκέφτεσαι λοιπόν εκείνον (εκείνον που δεν προσπάθησε για εσένα) και νιώθεις αδικημένος, για τον έρωτά σας και κυρίως γι’ εσένα. Σαν να μην αξίζει αυτό που έχετε τον κόπο της προσπάθειας, σαν να μην αξίζεις εσύ ο ίδιος. Θυμώνεις όμως γιατί θεωρεί πως κάτι είναι τετελεσμένο, ο πόλεμος έχει σταματήσει και η λευκή σημαία ανεμίζει από μέρους του, μα εσύ έχεις ακόμα τόσα να προσφέρεις στη συνθήκη. Η αμφιβολία σε έχει καταλάβει κι αναρωτιέσαι εάν ήταν ο σωστός, εάν εσύ ήσουν ο σωστός, εάν έδωσες όσα είχες ή εάν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω από όλα αυτά που κάνεις και σκέφτεσαι. Όπως όμως μετά την καταιγίδα ακολουθεί η ηρεμία, εσένα σε έχει ποτίσει μια αστείρευτη κενότητα γιατί στέκεσαι και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, μονάχα να βγεις συναισθηματικά από αυτή την κατάσταση. Αλλά η καρδιά δύσκολα ξεχνά, εάν ποτέ μπορεί να λησμονήσει ένα έρωτα. Το ζήτημα είναι πως μέσα σου ήξερες, γιατί κατά βάθος γνώριζες από το πρώτο κλάμα, από το πρώτο ράγισμα, τον πρώτο τσακωμό, τα πρώτα σκληρά λόγια εάν μπορούσε κι εάν εσύ μπορούσες.
Στη μάχη σώμα με σώμα, πρόσωπο με πρόσωπο, καρδιά με καρδιά, ψυχή με ψυχή, παρατηρείς εάν ο αγαπημένος σου άλλος έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει κι εσένα κι αυτό που συμβαίνει γύρω σας και μέσα σας· το τραγικό είναι πως εξαρχής ποτέ κανείς δε σκέφτεται πως εκείνος είναι πιθανό να μη θέλει και να μην μπορεί, να έχει παραδώσει τα όπλα αδιαμαρτύρητα. Η άρνησή του για τη διεκδίκηση αφορά εσένα και τον τρόπο με τον οποίο οφείλεις να το αντιμετωπίσεις, πώς εσύ θα το δεχτείς και τι θα κάνεις με αυτό. Ο καθρέπτης βρίσκεται μπροστά σου και δίχως να μιλήσεις έχεις την εν δυνάμει ικανότητα να αναγνωρίσεις τα πιθανά σου λάθη.
Η αδυναμία του όμως, στηρίζεται σε εκείνον και στο «εγώ» του, σε μια προσωπική δυσκολία που ίσως εσύ να μην μπορείς να δεις μα ούτε κι εκείνος να έχει επισημάνει για τον εαυτό του. Είναι απογοητευτικό να βλέπεις ανθρώπους για τους οποίους θα ήσουν διατεθειμένος να δώσεις τις μεγαλύτερες μάχες να τις απορρίπτουν ή ακόμα χειρότερα, να τις υποβιβάζουν· είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως κάποιοι δεν είναι ικανοί να τις δώσουν αλλά ούτε και να τις δεχτούν.
Ο επίλογος στον έρωτα δε χρειάζεται να είναι όμορφος αλλά ούτε κι άσχημος, όπου στην περίπτωση αυτή, αυτά τα δύο συμπίπτουν κι αυτό σημαίνει να μην έχει κανένα μπάλωμα, να μην έχει γίνει καμία προσπάθεια διόρθωσης, να είναι όλα έτσι όπως τα βρήκες: άθικτα κι ορθά τοποθετημένα. Κάπως ψυχρό δεν ακούγεται αυτό; Έτσι φαντάζει κι ο έρωτας για τον οποίο κανείς δεν έχει παλέψει. Είναι γυάλινος και μίζερος, εύκολος να έρθει κι εύκολος να φύγει. Αλλά ακόμα και οι μάχες που δίνεις γι’ αυτόν είναι σημαντικό να είναι δική σου επιλογή και να μην πολεμάς μονάχα για να πεις ότι πολέμησες· υπάρχουν όρια, ακόμα και σ’ αυτό και πρέπει να τα τοποθετήσεις εσύ ο ίδιος. Τελικά κατάλαβα ποιο είναι το χειρότερο είδος ερωτικού πολέμου: είναι αυτό που σε αφήνει χωρίς τον εαυτό σου όταν τελειώσει.
Αφιερωμένο σε εκείνους που πολέμησαν μέχρι τέλους και σε εκείνους που πολέμησαν παραπάνω από όσο άντεχαν (κι από όσο έπρεπε).
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου